Εὐχαριστῶ.. ἀπὸ τὰ βάθη.
Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2009
Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2009
Ὁ κόμπος
Καὶ θέλω νὰ χαθῶ, στὰ πιὸ μαῦρα σκοτάδια.
Ἔδεσα ἕνα γαλάζιο φιογκάκι στὴν καρδιά μου· τῆς ἔβαλα τὰ καλά της και μ' ἕνα μὼβ μαρκαδόρο τῆς ζωγράφισα χαμόγελο. Τὴ φύσηξα νὰ φύγει ἡ σκόνη, καὶ τὴν πῆρα στὰ χέρια. Κι αὐτὴ ρώτησε
― Ποῦ πᾶμε;
Δὲν ἤξερα τί νὰ πῶ. Ἀπάντησα πὼς ἔχω ρεπὸ καὶ θὰ πᾶμε μιὰ βόλτα. Μετὰ ἐπικαλέστηκα τὴ λιακάδα καὶ τῆς ὑποσχέθηκα ὅτι θὰ τὴ βάλω μπροστὰ στὸ ποδήλατο.
― Δὲ θέλω, ἔχω ἕναν κόμπο.
ἀποκρίθηκε. Καὶ συνέχισε,
― Ὁ ἥλιος μὲ καίει· θέλω νὰ μὲ βάλεις πίσω στὸ στῆθος σου, ἐκεῖ ποὺ δὲ μὲ βλέπει κανείς. Θέλω νὰ χαθῶ στὰ πιὸ μαῦρα του σκοτάδια. Μακρυὰ ἀπὸ βλέμματα, χέρια κι ἄλλες καρδιές. Κι ἂν κάποτε, κανεὶς θελήσει νά μὲ ἀγγίξει, ἂς ἔχει ἀγγίξει πρῶτα ἐσένα.
Καὶ σὲ μιά στιγμὴ μπῆκε μέσα στὴν ἀγκαλιά μου, καὶ χάθηκε μέσα μου. Καὶ δὲν τὴν ξαναεῖδε κανείς, κι οὔτε τὴν ἄγγιξε κανείς. Καὶ πῆρε καὶ τὸ φιογκάκι μαζί της. Kι ἀπὸ τότε ἔχω κι ἐγὼ ἕναν κόμπο στὸ στῆθος, καὶ δὲν κατεβαίνει ἡ σκέψη.
Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2009
Αὐτό.
Τὸ αἰσθάνομαι.
Κι ἀνασηκώνω τοὺς ὤμους.
Καὶ τὸ βλέμμα χαμηλά.
Κι ἕνα μελὸ στὸ πρόσωπο.
Ποιός νοιάστηκε
γιὰ ὅσα παίρνει ὁ ἄνεμος,
καὶ ὅσα καταπίνει ἡ θάλασσα;
Ποιός νοιάστηκε γιὰ μένα;
Τὸ μάθημα
Σήμερα δὲν πῆρα τὸ ποδήλατο γιὰ νὰ γυρίσω σπίτι. Γύρισα μὲ τὸ τρένο, καὶ ἀπὸ τὸ λιμάνι μὲ τὰ πόδια. Ποὺ τὰ πλοῖα ἔρχονται. Καὶ εἶχε ὁμίχλη. Καὶ τὰ ὄνειρα ταξιδεύουν, καὶ ἄνθρωποι πέρασαν· ἦρθαν κι ἔφυγαν. Ἂχ οἱ ἄνθρωποι, γιατί;
Κίτρινες λάμπες φωτίζουν αὐτὰ ποὺ ζήσαμε καὶ ἡ ὁμίχλη σκορπίζει τὸ φῶς τους..
Κι ἐσὺ περιμένεις τὸ δῶρο τῆς θὰλασσας ποὺ ἀγάπησες.
Μὰ πάλι τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ σου, μόνος σου θα τὴ διαβεῖς.
Ἐσύ καὶ δυὸ ἀναμνήσεις.
Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2009
Και ἀνθίζει ἡ νύχτα
Κι εἶναι κι ἐκεῖνος ὁ ἄγνωστος
ποὺ μὲ κρατάει ξύπνιο τὰ μεσάνυχτα,
κι ἡ ἄμαξα δὲ θέλει πιὰ
να γίνει κολοκύθα.
Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2009
Μια Κυριακή
Κοιτάζοντας νοτιοανατολικά
Πάλι Σεπτέμβρης καὶ πάλι τὸ καλοκαίρι ἔφυγε. Πάλι στὸ ἴδιο μέρος, μετρῶντας πλακάκια, σφυρίζοντας στιχάκια. Καὶ σκέφτομαι, ὅλο σκέφτομαι, πόσο μακρυὰ εἶναι τὸ κοντά; Καὶ τὰ νοητὰ τὰ χέρια ποὺ δήλωσαν ὅτι θὰ ἀνακαλύψουν τὶς πολλαπλὲς μου ἐπιφάνειες; Αὐτὲς οἱ ἐπιφάνειες. Ἕνας ὠκεανός μπορεῖ νὰ διαλυθεῖ σὲ ἕνα δάκρυ, κι ἂν κολυμπήσω μέσα του, ποῦ νὰ φτάσω;
Πόσο εὐτυχισμένες εἶναι οἱ βάρκες ὅταν ποζάρουν; Καὶ ὁ σταυρὸς; Ἡ θρησκεία μου, καὶ τὸ ἱερό μου, ποὺ τὸ ἔχω γιὰ να μετράω καρφιά. Καὶ μαθαίνοντας νὰ μετράω, ἁγιάζω. Γίνομαι μοναχὸς καὶ μονάχος μου, πάντα τὶς κυριακές, σκέφτομαι, μέχρι νὰ ἔρθει ἡ δευτέρα. Φαντάζομαι τὸν ἄνθρωπο. Τὸ ἀπραγματοποίητο καὶ τὸ ἀνύπαρκτο. Καὶ τὸ αδιάθετο. Κι ὅτι ἔμαθα, τὸ μαθαίνω σὲ ἄλλους καὶ δὲν τὸ κάνω πράξη.
Ὁ κόσμος βγαίνουν, κι ἂς εἶναι ἀργά. Καὶ ψὰχνω νὰ δώσω τὸ τριαντάφυλλο ποὺ μοῦ χρωστᾶς, ποὺ ὅσο κι ἂν περάσει ὁ χρόνος, τὰ φύλλα του μένουν στάσιμα, ὅπως τὸ αἷμα ποὺ παγώνει σὲ μιὰ στιγμὴ μετέωρη. Σὰν τὸ φλουρὶ, ποὺ γυαλίζει λίγο πρὶν νὰ πέσει. Κι ἡ γυαλάδα του μᾶς φωτογραφίζει, νὰ χαμογελᾶμε μὲ τὶς λύπες καὶ νὰ θυμόμαστε τὶς χαρές.
Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2009
Μποτίλια στὸ πέλαγο
καὶ παραπάνω
τὸ ἴδιο τοπίο ἀντιγραμμένο ξαναρχίζει.
τρεῖς τοῖχοι σὲ σχῆμα πύλης, σκουριασμένοι
λίγες καμμένες ἐλπίδες, μαῦρες καὶ κίτρινες
καὶ μία τετράγωνη ἐπιθυμία, θαμμένη στὸν ἀσβέστη.
καὶ παραπάνω ἀκόμη πολλὲς φορὲς
τὸ ἴδιο τοπίο ξαναρχίζει κλιμακωτά
ὡς τὸν ὁρίζοντα ὡς τὸν οὐρανὸ ποὺ βασιλεύει.
Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2009
Ἡ ἀνάμνηση
Ἔβρεχε ὅλη μέρα. Καὶ βρέθηκα σὲ μιὰ πλατεία κάπου, ποὺ εἶχε μεγάλες τετράγωνες πλάκες ἀπὸ τσιμέντο. Φωτισμένη. Κι ἄδεια. Κι ὁ ἀέρας ὑγρὸς καὶ καθαρός, ἀκίνητος. Κι ὅτι ἐκπνέεις ἀχνίζει. Πρέπει νὰ ἦταν προχωρημένη ἡ νύχτα. Ἕνας ζητιάνος καθόταν στὴν ἄκρη, κι ἕνας περαστικὸς γύρευε βοήθεια.
― Κάνε με φίλο σου
― Δὲν ἔχω φίλους. Ζῶ μόνος.