Η ύστατη διέξοδος από τον πόνο είναι ο θάνατος.
Η μέρες ξεκινούσαν όταν άρχισε να χαράζει. Ήλιο δε βλέπαμε αυτούς τους δυσοίωνους καιρούς. Σύννεφα βαριά σκεπάζανε ότι ανασαίνει, κι εμείς με πόδια απογυμνωμένα περπατούσαμε πάνω στο λασπωμένο χώμα και τις πέτρες. Είχαμε ξεχάσει από που είχαμε έρθει, δεν ξέραμε πού πάμε. Ο χρόνος εδώ δεν υπάρχει με τον τρόπο που οι άλλοι άνθρωποι τον εννοούν. Το φως μόνο σηματοδοτούσε πότε θα ξεκινάμε και πότε θα ξεκουραζόμαστε. Που και που, συναντούσαμε θηρία που έρχονταν και μας αφήνανε από οίκτο κάποιο φαγητό και λίγο νερό για να συντηρούμαστε. Τα μάτια των θηρίων είχαν τη μαγική δύναμη να μας εμφυτεύουν λεπίδες βαθιά μέσα στις σάρκες μας. Και εμείς, στωικά, σαν φέυγανε τα θηρία, βγάζαμε με τα χέρια, αυτά τα κοφτερά μαχαίρια από το δέρμα μας. Και έσταζε το αίμα πάνω στις λάσπες, αλλά εμείς περπατούσαμε ακόμα και πάνω στα αίματα τα δικά μας. Ήμαστε καταδικασμένοι να φτάσουμε το ταξίδι ως το τέλος, κάποιο ένστικτο οδυνηρό μας οδηγούσε να τρώμε το φαγητό και να θεραπεύουμε το σώμα μας. Αυτή η ίδια ενόρμηση ήταν που μας έκανε να συνεχίζουμε την πορεία προς το άγνωστο. Εκτός από τα θηρία, δεν υπήρχε άλλη ψυχή ζωντανή σε αυτό εδώ το μέρος. Υπήρχαν όμως ερείπια και αποκαΐδια· ένα τοπίο σαν από πυρηνική καταστροφή, ραδιενεργός αέρας μόλυνε τα πάντα και εμάς που τον αναπνέαμε. Και μάθαμε πως γίναμε υπάρξεις μιαρές, βρώμικες. Εδώ, αν υπήρξε ποτέ θεός, το είχε ξεχάσει το μέρος. Είχε ξεχάσει κι εμάς που υποφέραμε τις χαμένες μας μνήμες. Και τα θηρία που μας φρόντιζαν είχε ξεχάσει. Δοκιμάζαμε τις αντοχές μας, και μαθαίναμε για τα ιερά μας όρια. Αυτά που όταν τα περνούσαμε θα σκοτώναμε τους εαυτούς μας, κι έτσι θα σταματούσε κάθε οδύνη. Αλλά ακόμα ήμαστε μακρυά. Έστω κι αν ελπίζαμε να εξαλείψουμε τον πόνο μας.