Παρασκευή 27 Μαρτίου 2015

-55

Η ύστατη διέξοδος από τον πόνο είναι ο θάνατος.

Η μέρες ξεκινούσαν όταν άρχισε να χαράζει. Ήλιο δε βλέπαμε αυτούς τους δυσοίωνους καιρούς. Σύννεφα βαριά σκεπάζανε ότι ανασαίνει, κι εμείς με πόδια απογυμνωμένα περπατούσαμε πάνω στο λασπωμένο χώμα και τις πέτρες. Είχαμε ξεχάσει από που είχαμε έρθει, δεν ξέραμε πού πάμε. Ο χρόνος εδώ δεν υπάρχει με τον τρόπο που οι άλλοι άνθρωποι τον εννοούν. Το φως μόνο σηματοδοτούσε πότε θα ξεκινάμε και πότε θα ξεκουραζόμαστε. Που και που, συναντούσαμε θηρία που έρχονταν και μας αφήνανε από οίκτο κάποιο φαγητό και λίγο νερό για να συντηρούμαστε. Τα μάτια των θηρίων είχαν τη μαγική δύναμη να μας εμφυτεύουν λεπίδες βαθιά μέσα στις σάρκες μας. Και εμείς, στωικά, σαν φέυγανε τα θηρία, βγάζαμε με τα χέρια, αυτά τα κοφτερά μαχαίρια από το δέρμα μας. Και έσταζε το αίμα πάνω στις λάσπες, αλλά εμείς περπατούσαμε ακόμα και πάνω στα αίματα τα δικά μας. Ήμαστε καταδικασμένοι να φτάσουμε το ταξίδι ως το τέλος, κάποιο ένστικτο οδυνηρό μας οδηγούσε να τρώμε το φαγητό και να θεραπεύουμε το σώμα μας. Αυτή η ίδια ενόρμηση ήταν που μας έκανε να συνεχίζουμε την πορεία προς το άγνωστο. Εκτός από τα θηρία, δεν υπήρχε άλλη ψυχή ζωντανή σε αυτό εδώ το μέρος. Υπήρχαν όμως ερείπια και αποκαΐδια· ένα τοπίο σαν από πυρηνική καταστροφή, ραδιενεργός αέρας μόλυνε τα πάντα και εμάς που τον αναπνέαμε. Και μάθαμε πως γίναμε υπάρξεις μιαρές, βρώμικες. Εδώ, αν υπήρξε ποτέ θεός, το είχε ξεχάσει το μέρος. Είχε ξεχάσει κι εμάς που υποφέραμε τις χαμένες μας μνήμες. Και τα θηρία που μας φρόντιζαν είχε ξεχάσει. Δοκιμάζαμε τις αντοχές μας, και μαθαίναμε για τα ιερά μας όρια. Αυτά που όταν τα περνούσαμε θα σκοτώναμε τους εαυτούς μας, κι έτσι θα σταματούσε κάθε οδύνη. Αλλά ακόμα ήμαστε μακρυά. Έστω κι αν ελπίζαμε να εξαλείψουμε τον πόνο μας.


Πέμπτη 19 Μαρτίου 2015

-48

Κι έτσι αρχίσαμε το ταξίδι προς τα σύνορα.

Την πρώτη μέρα μόνο ξεκουραστήκαμε. Αποχαιρετήσαμε όλη την παλιά μας αρμονία και την λαμπρότητα και ό,τι μας συνέδεε με τον παλιό κόσμο. Και σκεφτήκαμε ότι το ταξίδι μας είναι καλό. Κι έγινε νύχτα.

Τη δεύτερη μέρα, το πρωί, αρχίσαμε την πορεία. Και όπως περπατούσαμε γίναμε αδύναμοι και χάσαμε τη εξουσία πάνω στα θηρία της γης, τα πτηνά του ουρανού και τα ερπετά. Προχωρήσαμε κι άλλο, και είδαμε ότι και τα ζώα γίνανε μικρά, και δε μπορούσαν να τραφούν με φυτά ή το ένα από το άλλο. Και χάσαμε και την ικανότητα να τρώμε από τα φυτά, γιατί δεν είχαμε πια ανάγκη την τροφή. Και τα φυτά και τα δέντρα σταμάτησαν να πολλαπλασιάζονται. Και προχωρήσαμε κι άλλο, και δεν ήμαστε πια άνθρωποι, μα κάτι άλλο. Και χάσαμε την ευλογία. Βγάλαμε τα ρούχα μας, βγάλαμε και το προσωπό μας και φορέσαμε μαύρο χιτώνα. Δώσαμε την ψυχή μας και πήραμε ένα κερί στα χέρια. Το κερί αυτό ήταν άκαυστο και άσβεστο. Και δεν είχαμε πια γένος, δεν ήμαστε ούτε άντρες μήτε γυναίκες. Είχαμε μόνο πένθος. Και η γή ρούφηξε τα ζώα, τα τετράποδα, τα ερπετά και τα θηρία, ένα ένα, με τη σειρά του είδους τους.
Και σκεφτήκαμε ότι το ταξίδι μας είναι καλό. Κι έγινε νύχτα και σταματήσαμε.

Την τρίτη μέρα, το πρωί, συνεχίσαμε την πορεία. Και είδαμε τις θάλασσες να αφανίζουν τα ψάρια, και τους ουρανούς να μετατρέπουν τα πουλιά σε νέφη. Και δεν υπήρχαν πια, ούτε άνθρωποι, ούτε ζώα, ούτε ψάρια ή πουλιά. Η γή έγινε ακατοίκητη και αφιλόξενη. Και τα νερά γίνανε στείρα.
Και σκεφτήκαμε ότι το ταξίδι μας είναι καλό. Κι έγινε νύχτα και σταματήσαμε.

Την τέταρτη μέρα πολύ πριν το πρωί, σηκωθήκαμε νωρίς, γιατί είδαμε να χάνονται τα αστέρια από τον ουρανό, και χάθηκε και η σελήνη. Εκείνη τη μέρα δεν βγήκε ποτέ ο ήλιος, γιατί χάθηκε και αυτός μαζί με τα υπόλοιπα αστέρια. Και υπήρχε πια, μόνο φως και μόνο σκοτάδι.
Και σκεφτήκαμε ότι το ταξίδι μας είναι καλό. Κι έγινε νύχτα και σταματήσαμε.

Την πέμπτη ημέρα με το φως, συνεχίσαμε. Και είδαμε κάθε φυτό, ή χορτάρι, ή δέντρο να αφανίζεται μέσα στο έδαφος. Και οι καρποί των φυτών χάθηκαν κι αυτοί, και τίποτα δε θα ξαναβλάσταινε από εδώ και πέρα. Και μετά, πλημμύρισαν οι θάλασσες και ανέβηκε το νερό ίσα με τα πόδια μας, και σταμάτησε να διαχωρίζεται η γη από τη θάλασσα.
Και σκεφτήκαμε ότι το ταξίδι μας είναι καλό. Κι έγινε νύχτα και σταματήσαμε.

Την έκτη μέρα με το φως πιάσαμε και πάλι να προχωράμε με δυσκολία. Βλέπαμε πως δεν περπατούσαμε πάνω σε έδαφος ή μέσα στο νερό. Βαδίζαμε πάνω από άβυσσο, μα δεν πέφταμε. Και χάθηκε το στερέωμα και ενώθηκε με τον ουρανό, κι έμεινε μόνο φως τη μέρα κι άλλο τίποτα.
Και σκεφτήκαμε ότι το ταξίδι μας είναι καλό. Κι έγινε νύχτα και σταματήσαμε.

Την έβδομη μέρα, μόλις ήρθε το φως, συνεχίσαμε το ταξίδι. Ξέραμε ότι είναι η τελευταία μέρα, και το πένθος μας έγινε γαλήνη. Και ο πόνος είχε χαθεί. Όλα είχαν χαθεί, μα όλα ήταν όμορφα. Κι εμείς ακόμα συνεχίζαμε. Και ψάξαμε το σώμα μας, και δεν υπήρχε ούτε κι αυτό, χάθηκε μαζί με το στερέωμα. Και ήμαστε μόνο το κερί που κρατούσαμε. Και πριν έρθει η νύχτα, χάθηκε το φως, κι ενώθηκε με το σκοτάδι, και ίσα που βλέπαμε. Και το ταξίδι μας τελείωσε εδώ, και έπεσε το κεράκι, κι έσβησε, κι άφησε το στερέωμα κι έγινε πνεύμα θεού, άκτιστο και άναρχο.
Και τελείωσε η έβδομη μέρα. Και σκεφτήκαμε πως το ταξίδι μας ήταν καλό.