Τρίτη 20 Αυγούστου 2013

Ακατάλληλος

Μερικά ερωτήματα θα παραμείνουν μετέωρα, και θα υπερχειλίζουν μόνιμα τη σκέψη. Ακριβώς όπως όταν προσπαθείς να απαντήσεις στην ερώτηση πού περιέχεται το σύμπαν και πού τελειώνει το διάστημα. Ή μήπως αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως μάζα δεν είναι τίποτα άλλο από την αδράνεια της κατά τόπους συνωμοτούσας ενέργειας. Ποιό τέρας χωράει δυσκολότερα στο μυαλό; Και πόσες βλάβες χρειάζονται για να στοιχειώσουν έναν άνθρωπο και να τον καταστήσουν ακατάλληλο για περαιτέρω αλληλεπίδραση;
Στα πόσα χάπια μαζί μένεις αναίσθητος για ώρες και στα πόσα πας ταξίδι χωρίς επιστροφή, και στη δεύτερη περίπτωση, πρέπει να έχεις κάνει μια λίστα για το πού θα δόσεις αυτά που νόμιζες ότι κάποτε σου ανήκαν. Και άντε να πείσεις ότι είχες σώας τας φρένας και να είσαι και απών στην επιχειρηματολογία σου αυτή.

Υπάρχει μια δημοσίευση, πρόσφατη, που ασχολείται με την επιθανάτια δραστηριότητα του εγκεφάλου πειραματόζωων που δώρισαν στην επιστήμη την ψυχή τους. Αυτή η δημοσίευση λέει, ότι η εγκεφαλική δραστηριότητα που παρατηρήθηκε, δικαιολογεί πιθανόν όλα όσα άνθρωποι που πήγαν και ήρθαν στον άλλο κόσμο, αναφέρουν. Αν κατά τον θάνατό του, ο εγκέφαλος, αποφασίζει να δει τον χρόνο σχετικά, μοιράζοντας αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα που του απομένουν σε μίαν αιωνιότητα και δωρίζοντας στον κάτοχό του, ένα ευχάριστο τελευταίο, ατέλειωτο τριπάκι, τότε έχει νόημα να μιλάμε για μίαν αιωνιότητα καθολική; Μήπως έχουμε λύσει το πρόβλημα του απείρου και παραπέρα από το σύμπαν των μαθηματικών; Δε θα το μάθουμε, μέχρι να αρχίσουμε να επικοινωνούμε βεβαιωμένα με αυτούς που φύγανε εν αγνοία μας. Και τέλος, έχουν οι νεκροί δικαίωμα να επικοινωνούν με τους ζωντανούς; Μήπως η ζωή και ο θάνατος είναι δύο έννοιες συμμετρικές, περίπου όπως η ύλη και η αντιύλη;

Παρασκευή 16 Αυγούστου 2013

Το Άγχος

Έχω άγχος. Σαν κάποιος να με πνίγει και να μην μπορώ να ανασάνω. Έχω άγχος. Κι όλα γύρω μου είναι εν τάξει και καλά. Κι όμως έχω άγχος. Το γραφείο, τα βιβλία, τα χαρτιά. Όλα εν τάξει. Κι όμως μέσα μου έχω χάος.

Ο αέρας γύρω μου με πνίγει, ο παραμικρός θόρυβος με τρελαίνει. Η απουσία ανθρώπων με τρελαίνει. Μα κάθε φορά που πάω να πλησιάσω άνθρωπο, σα να με τινάζει ηλεκτρικό ρεύμα, σκηνές θανάτου παίζουν στο κεφάλι μου, και ένας μικρός βιασμός συμβαίνει μέσα μου. Και μετά φεύγω. Μακρυά, μακρυά, να αφήσω ότι έχω πίσω. Και να πάω στη σκοτεινή και κρύα χώρα, που είναι ψηλά, αλλά δεν ξέρω πως λέγεται, δεν έμαθα ποτέ πως λέγεται, θα μπορούσε να λέγεται Ολλανδία η Ισλανδία ή κάπως έτσι. Μόνο που αποφάσισα να πάρω μαζί μου τους τίτλους σπουδών και ότι με ταυτοποιεί, όλα σε ένα κόκκινο ντοσιέ. Και το ψυγείο, το μικρό ψυγείο. Όχι δε θα προλάβουμε, είναι αργά, να προλάβουμε το αεροπλάνο. Το ψυγείο θα το αφήσουμε πίσω. Θα βρούμε εκεί ένα καλύτερο. Α, είσαι κι εσύ μαζί μου, θα μου κάνεις παρέα στο ταξίδι; Μα εγώ θέλω να φύγω από δω, να μπορώ να λέω πως είμαι άρρωστος χωρίς να φοβάμαι πως να σου απολογηθώ και για αυτό, όχι δε θα σε πάρω μαζί μου. Θα ήθελα να μείνεις πίσω, και να μη σου εξηγήσω. Να σου αφήσω μόνο ένα γραμμα πως εκεί που πάω θα είμαι καλά, κι ας μην είμαι καλά, αλλά δε θα πρέπει να σου εξηγήσω γιατί δεν είμαι καλά. Κι εσύ θα πιστεύεις πως είμαι καλά και όλα καλά, και δε θα ανησυχείς και δε θα ανησυχώ ούτε κι εγώ. Κι εγώ θα είμαι ήσυχος σε αυτό το θέμα. Θα έχω μόνο τη δική μου σκοτεινιά, που θα τη διηγούμαι από δω και από κει αδιακρίτως, και όλοι θα με αγαπάνε και θα με φροντίζουν, όπως τα παιδιά κι έτσι η μοναξιά μου δε θα 'ναι ποτέ μόνη της.

Έχω άγχος. Και δεν πιάνουν τα φάρμακα. Γιατι δεν έχω τίποτα. Και είμαι εν τάξει. Και πνίγομαι. Και φοβάμαι να δώσω τέλος, γιατί θα στεναχωρηθείς. Γιατί τώρα προσποιούμαι ότι είμαι καλά. Και παίζω με τα δάχτυλά μου, και οταν το σκέφτομαι αφήνω τα δαχτυλά μου και τραβάω τα χείλη μου, και μετά ξανα τα δαχτυλά μου, και δεν βρίσκω ησυχία να κάτσουν πουθενά, εκτος αν μπορώ να ανοιξω μια τρύπα μέσα μου και να αρχίσω να ανακατεύω κάθε τι σάπιο και κάθε απόστημα που θα πονέσει κι άλλο αν σκάσει, αλλά δεν υπάρχει άλλη λύση, τώρα όσο ειναι ακόμα νύχτα και δεν έχει ξημερώσει γιατί μετά το φως θα είναι αργά.

Που το ξημέρωμα ειναι ωραίο μόνο οταν κοιτάς ανατολικά, και μάλλον τώρα δε θα το προλάβω, πάλι υπεκφεύγω και ασχολούμαι με μαλακίες. Έχω άγχος. Και δε μπορώ να σκεφτώ λογικά. Και πρέπει να πάρω βαθιές ανάσες, μα αν οι ανάσες ειναι βαθιές θα πέσω πάνω στο απόστημα και τώρα εξηγείται γιατι έχω άγχος. Δε μπορώ να εκτονωθώ, ήθελα νά 'ξερα, μονο εγώ αισθάνομαι αυτά τα περίεργα πράγματα, οι περισσότεροι που ξυπνάτε το πρωι και ξεκινάτε τόσο καταπληκτικά τις μέρες σας τι έχετε μέσα σας; Μόνο εγώ πνίγομαι σε αυτόν εδώ τον κόσμο;

Πέμπτη 25 Ιουλίου 2013

godisnowhere

Εκείνο το άρρωστο πρωινό, φορούσα λινό πουκάμισο και κοντό παντελονάκι, σαν από παρέλαση. Σε μια αθήνα ηλιόλουστη, που απεργούσε ή έκανε διακοπές. Και το πουκάμισό μου ήταν άσπρο, όπως οι διαγραμμίσεις στους δρόμους, και παντού άκουγες στρατιωτικά εμβατήρια όπως στον επιτάφιο, αλλά χωρίς κεριά, ή πλήθος, ή την ίδια την άνοιξη. Και περάσανε εκείνο το πρωινό, τόσοι μήνες από τη ζωή μου μπροστά, μέσα σε μερικά λεπτά. Και είχα στο αριστερό μου χέρι, όλα εκείνα τα τεκμήρια θανάτου, όπως τον τύπο των ήλων. Όχι στην παλάμη. Στον καρπό.

Και αποφάσισαν οι άνθρωποι, πως ειμαι νεκρός, κι εγώ δεν ήμουν ούτε χαρούμενος, μα ούτε και λυπημένος. Κατηφόριζα τον δρόμο, έχοντας ανοιχτά τα χέρια μου διάπλατα, όπως σταυρώνονται οι άνθρωποι και όχι οι θεοί. Και έβλεπα τον ουρανό ψηλά, που ήταν μπλε, όπως μπλε δεν ήταν ποτέ τα μάτια σου· ούτε γαλανά ήταν.

Και μετά πέρασα δίπλα από το πράσινο περιβόλι που φύτρωναν μικροί άσπροι σταυροί με θέα το πέλαγο. Εις μνήμην. Η μνήμη. Εις απώλειαν. Η απώλεια. Σκέφτηκα ότι θα πάω σπίτι μου, μα το σπίτι μου ήταν αυτό το περιβόλι, κι εγώ ήμουν ένας σταυρός ή μια χαρακιά στο χέρι. Που έβλεπε πέρα μακρυά, και έβλεπε μόνο εσένα, και δε σε έβλεπε ταυτόχρονα, γιατί είχες φύγει εσύ, πολύ πριν καταλάβω οτι πεθαίνω. Έλεγες πως δεν κάνεις παρέα με νεκρούς κι εγώ απορούσα, ποιός ειναι νεκρός. Μετά κατάλαβα πως προέβλεπες το μέλλον.

Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

Το περιθώριο

Το περιθώριο είναι ανακατεμένο με το προσκήνιο. Το περιθώριο είναι χρώματος άσπρου και μαύρου ταυτόχρονα. Το περιθώριο έχει σκόνη, που αλλάζει κάθε στερεό σε ρευστό. Και όλα είναι όπως στη θάλασσα, σ' ένα όνειρο καλοκαιρινού βραδιού, που πλέεις ασφαλής και μακρυά από κει που –πως το λέει να δεις κι αυτή η Κατερίνα, πετάει μπουμπούκια η μοναξιά. Η μοναξιά; Όπως στη θάλασσα, που πνίγεσαι, όταν ξυπνάς απ' τ' όνειρο. Κι οι ανάσες είναι σαν καπνός αλλεργικός, ποτισμένος με ένα σωρό πράγματα, του κόσμου οι αράχνες, δηλητήριο.

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2013

Ίσως ένα κλικ μακρυά

Ένα κλικ και όλα γύρω μου θα αρχίσουν να παραμορφώνονται, σα θεωρία σχετικότητας σε υψηλές ταχύτητες. Η σκέψη μου, θα είναι εδώ, εκεί παραπέρα, διαλυμένη στα πρωταρχικά της μέρη, όπως λέμε κόκκινες στιγμές σε άγραφο πίνακα. Όπως μιλάμε για την απώλεια του ρω και τα κατεστραμμένα υποσυστήματα. Σαν σκιές από σύρματα λιωμένα, ρέουσες γραμμές, ποταμοί τρόμου και οδύνης. Όπως δε μιλάμε πια γιατί έχουμε περάσει στο επόμενο επίπεδο, που στερείται ρητών νοημάτων αλλά κυρίως παυσίπονων. Κι όλα θα τελειώσουν, όπως άρχισαν, από μια ατυχή ενσυνείδητη διαταραχή του τίποτα.

Δευτέρα 17 Ιουνίου 2013

Η ουσιώδης ανωμαλία

– "Τί σας πονάει περισσότερο," ρώτησε
– Πως δε μπορώ να βρω ανθρώπους να σταθούν δίπλα μου, όπως το φαντάζομαι. Και πως οι ανάγκες μου μένουν να εκκρεμούν, και αυτό είναι που πονάει περισσότερο. Είναι όπως ένας άνθρωπος πεινάει και δε βρίσκει τροφή. Μόνο που εδώ μιλάμε για τροφή της ψυχής.
– Και αυτό που φοβάστε περισσότερο;
– Είναι πως θα μεγαλώσω και θα συνεχίσω να ζω έτσι. Πως θα κυριαρχεί ο πόνος στη ζωή μου και θα έχω κενά που δε θα μπορώ να καλύψω.
– Σε αυτό εδώ το σημείο, θα ήθελα να σας τονίσω πως όλοι μας, είμαστε κατ' ουσίαν μόνοι. Μόνοι μας ερχόμαστε στη ζωή, μόνοι μας πορευόμαστε και –κυρίως– μόνοι μας θα φύγουμε. Και πως, οι άνθρωποι που περιμένετε να έρθουν να σταθούν στις θέσεις που τους έχετε ετοιμάσει, μπορεί και να μην έρθουν ποτέ. Σας προτείνω αφενός να συμφιλιωθείτε με αυτή την ιδέα, αφετέρου να δοκιμάσετε με λιγότερο ιδανικές καταστάσεις. Αλλιώς κινδυνεύετε να πραγματοποιήσετε τους φόβους σας.

Είχαν περάσει βδομάδες από τότε που είχε επαφή επικοινωνίας με άνθρωπο τελευταία φορα, και η ατμόσφαιρα τα τελευταία βράδυα στο σπίτι δεν ήταν ανεκτή. Ευτυχώς τα δύο προηγούμενα βράδυα εργαζόταν, και αυτό την έκανε να αλλάζει κάπως παραστάσεις. Αλλά σήμερα τα πράγματα ήταν άσχημα. Πνίγοταν. Η ώρα ήταν περασμένες 2 τα ξημερώματα και πήρε την απόφαση να βγει μια ακόμα βόλτα με το ποδήλατό της. Στην παραλιακή.

Αν και πάει καιρός από τότε που αποχαιρέτησε εκείνο τον άντρα στο σταθμό, εκείνο το φθινοπωρινό μεσημέρι, δεν κατάφερε να ξεχάσει τις μνήμες από τον άνθρωπο αυτόν. Είπε στον εαυτό της, πως καθώς ο χρόνος υπάρχει για να εξομαλύνει αναμνήσεις οδυνηρές από ανθρώπους και ιστορίες, θα περίμενε πως σιγά σιγά ίσως ξέχναγε. Ίσως και πάλι γινόταν δέκα χρόνια μικρότερη και ξεκίναγε πάλι απ' την αρχή, από εκει που τα πράγματα ήταν φωτεινά κι αισιόδοξα τότε, που ήταν πιο νέα. Που δεν ήξερε. Και είπε στον εαυτό της πως, για λίγο καιρό δε θα βλέπει πολλούς ανθρώπους, γιατι της φαίνονταν αιχμηροί και οχι καλοπροαίρετοι. Και κυρίως, αισθανόταν ξένη αναμεταξύ τους. Και διαφορετική, σαν ένα μελανό στίγμα σε άσπρο πίνακα. Δεν είχε πια διάθεση να προσπαθήσει άλλες ανθρώπινες σχέσεις για λίγο καιρο. Όπως μια πληγή, που δεν την πειράζεις, αλλά την αφήνεις ήσυχη, περιμένοντας να επουλωθεί. Και πράγματι, άρχισε να χάνεται σιγά σιγά απο φιλους και γνωστούς, και παράλληλα έβλεπε πως κι αυτοι δεν την έψαχναν –πράγμα που μέσα της επιβεβαίωνε ότι η παρουσία της ήταν τελικά μάλλον αδιάφορη. Και στεναχωρέθηκε κάπως, αλλά πείσμωσε πως θα συνεχίσει μόνη της. Και είπε πως θα διαβάζει τα βιβλία της, όποτε έχει καθαρό μυαλο, που τα βιβλία, δε θα την πρόδιδαν ποτέ. Και είπε πως θα βγαίνει και βόλτα με το ποδήλατό της, που ούτε κι αυτό την είχε προδόσει ποτέ τόσα χρόνια. Αχ να ήταν ζωντανό το ποδήλατο, να του έλεγε πόσο πολύ χαίρεται που υπάρχει στη ζωή της.
Κι έτσι πέρασε κι άλλος καιρός, μα τα πράγματα δε γινόταν καλύτερα. Το σκοτάδι απλωνόταν ολοένα και περισσότερο, και οι μέρες δεν ξημέρωναν, σαν κάποιος να είχε κλέψει το φως.

Πέρασε ξυστά δίπλα της ένα αμάξι με μεγάλη ταχύτητα και της διέκοψε τον ειρμό της σκέψης. Θα μπορούσε να την είχε χτυπήσει αυτό το αμάξι –που δε φαινόταν να πήγαινε και πολύ καλά. Σάββατο βράδυ ήταν, παραλιακή, λογικό, τόσοι μεθυσμένοι άνθρωποι οδηγούν. Ένας ακόμα. Κι αν τη χτύπαγε; Ένας άνθρωπος λιγότερος. Ένας δυσλειτουργικός άνθρωπος λιγότερος. Μία επίσκεψη λιγότερη στον ψυχίατρο. Αρκετά κουτιά ψυχοφάρμακα λιγότερης κατανάλωσης. Άραγε τι θα σκεφτόταν ο γιατρός της αν στο επόμενο ραντεβού της δεν πήγαινε; Αν όλα τέλειωναν εκει;

Κυριακή 2 Ιουνίου 2013

Η χημεία

It 'll blow your mind, back to how it was

Όσα χρωματιστά χαπάκια κι αν πάρεις, αυτό το γκρι έχει ποτίσει πολύ βαθιά μέσα σου για να ξεπλυθεί από μερικές χούφτες αλχημείας.

Η ουσία

Ήρθε το καλοκαίρι κι εγώ δε γίνομαι καλά

Κι έφτασα σαν κάθε που σε πίνω, να περιμένω το επόμενο πρωι να σηκωθώ και νά 'χει νόημα η μέρα. Και είπα πως κάθε βράδυ θα παίρνω κι ένα βιβλίο δίπλα μου, για να μη σκέφτομαι προβλήματα ανθρώπινα, μα μαθηματικά, αυτά δηλαδή που λύνουν οι άνθρωποι κι όχι αυτά που δημιουργούν. Αλλά το πρωι που ανοιγω τα μάτια μου, ο κόσμος ειναι γύρω μου το ίδιο σκοτεινός όπως και το βράδυ. Και εγώ νοιώθω βαρύς και δυσκίνητος και λέω μέσα μου, πως από αύριο ίσως τα πράγματα γίνουν καλύτερα. Κι έτσι περνάει το αύριο και το κάθε αύριο. Και είπα μέσα μου, να μην ξαναμιλήσω γιαυτό που βιώνω, σε άλλους ανθρώπους, μήπως και το πιστέψω και δω λίγο φως κι εγώ. Κι έχω και αυτή τη ζαλάδα τη μόνιμη, που υποτίθεται θα μου χαρίσει ένα παυσίπονο. Αρχίζω και πιστεύω πως δε θα γίνω ποτέ καλά, πως είμαι ο από λάθος άνθρωπος. Αλλά δεν αντέχω και κάπου θέλω να μιλήσω να φωνάξω, μέσα στην υπνηλία μου, να ζητήσω τη γαλήνη. Και λίγη στοργή. Ω, η ζωή είναι τόσο μικρή. Τόσο μικρή για να βασανίζομαι τόσο, για να περιπλανώμαι στα σκοτάδια. Τόσο μικρή και τόσο μεγάλη. Ήθελα να πάψω να έχω τόσο σκοτάδι, ήθελα να σκέφτομαι λιγότερο, ήθελα να κάνω όνειρα που δεν είναι εφιάλτες. Και να αισθανθώ ένα κλικ όμορφα, να χαρώ τη μέρα, το φως, σαν και τους υπόλοιπους ανθρωπους.

Κυριακή 24 Μαρτίου 2013

Το στίγμα

Οι κυριακές που λείπω.

Πάλι εδώ, και πάλι μαζί, και πάλι χωριστά. Πάλι και πάλι θα μιλήσουμε για ψυχική οδύνη, για την απώλεια, για το φόβο και το σκοτάδι που κατοικώ. Και αυτό που με τρομάζει περισσότερο δεν ειναι οτι πονάω. Αυτό που με τρομάζει ειναι οτι ο πόνος θα με στιγματίσει ένας θεός ξέρει για πόσα χρόνια, και σαν κάθε φορά που θα έρχεσαι να με αγγίζεις εγώ θα πετάγομαι τρομαγμένος σα να ξύπνησα απο έναν κακο εφιάλτη. Κι εσύ θα φεύγεις και ίσως να ρωτάς, αλλά πιο πιθανό να μη ρωτάς γιατί. Γιατι κάποτε φοβήθηκα οτι θα σε χάσω και πήρα ένα μαχαίρι και άνοιγα πληγές στον εαυτό μου. Αλλά τελικά σε έχασα. Κι έχασα.

Και τώρα βλέπω γύρω μου ανθρώπους που γελάνε και ζηλεύω. Που δε γελάω, που ειμαι σκοτεινός, πιο πολύ κι από νύχτα. Και δε φοβάμαι που πονάω. Αλλά φοβάμαι οτι θα πονάω για καιρό. Κι είναι κρίμα, κι είμαι νέος.

Κι όταν θα μεγαλώσω θα ρωτάνε, και θα λυπάμαι, όπως λυπάμαι τώρα που βλέπω άλλους μεγάλους, μόνους, να ζουν πίσω από τοίχους ψηλούς και παράθυρα ανοιχτά στις χαραμάδες. Και το φως δε θα μπαίνει σε αυτό εδώ το δωμάτιο, και θα έχουν οι τοίχοι μου μούχλα, και θα στάζουν θλίψη και κάθε ειδους φαντάσματα που θα σε λένε παρελθόν και αναμνήσεις ανθρώπων που εγώ έφυγα. Και θα έχω βαμμένο το προσωπό μου με δυο καρό στα μάτια, και όποτε φυσάς το προσωπό μου θα φεύγει η πούδρα η λευκή και θα φαίνεται η διαλυμμένη σάρκα απο μέσα. Και θα τρομάζω. Που η αναπνοή σου θα είναι σαν ξυράφια στην ψυχή μου, άσχετο αν εσύ απλά ανασαίνεις μπροστά μου.

Και θα μιλήσουμε για γεγονότα ψυχοτραυματικά, σαν κι αυτά που θα πεθάνεις μαζί τους, πότε, δεν το ξέρω. Αλλά ελπίζω σύντομα.

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2013

Το ταξίδι

Η συμπερασματολογία της οδύνης

Η πιο μεγάλη ψευδαίσθηση που είχα ποτέ, ειναι η αποκατάσταση της ευτυχίας.
Όνειρα που καθώς περνάει ο καιρός περικόπτονται μέχρι μηδενισμού.
Οι μέρες συνοψίζονται στην προσπάθεια για ελαχιστοποίηση του ψυχικού πόνου.
Όταν ξανπλώνω στο κρεβάτι, ξαφνικά μικραίνω και χάνομαι μέσα στις αναδιπλώσεις της κουβέρτας, και χάνομαι απο τον κόσμο, και χάνομαι από τον εαυτό μου και χάνω το μυαλό μου. Φαντάζομαι πως ο τοίχος του δωματιου μου, γεμίζει ξαφνικά με αίματα απο μια έκρηξη δίπλα μου και όλο μου το σώμα σκορπίζεται. Και όλα αυτά που με νοιάζαν μέχρι τώρα, εξαϋλώνονται, κι ολη η θλίψη γινεται ένα μαύρο σύννεφο και βρέχει κάπου μακρυά απο δω, όσο εγώ θα ταξιδεύω για άγνωστο που. Ίσως τότε φοβάμαι για ότι αφήσω πίσω μου, αλλά ξέρω οτι δε θα μπορώ να με νοιάζει, κι αυτοί που θα λυπούνται, πάλι δε θα με νοιάζει, αν και τώρα τους σκέφτομαι. Δεν έχω φύγει ποτέ ταξίδι, και αυτή εδώ θα ειναι ευκαιρία. Ότι ζούμε ειναι λιγότερο απο αυτό που ελπίσαμε, και η ζωή φαινεται να έχει πολύ λιγότερη σημασία από αυτή που τις δίναμε παλιά. Τώρα που μεγάλωσα λιγο, έχω μια ικανότητα ή αρρώστια, να τα βλέπω τα πράγματα απο εκει που τελειώνουν, και βλέπω πως δεν υπάρχει κάτι σημαντικό. Είμαι εδώ, τυχαία, έγινα ότι ειμαι από τύχη. Όλη μου η ζωή ειναι μια θλιβερή συλλογή τυχαίων γεγονότων, που λιγο λιγο το καθένα αφαιρούν το νόημα, και αυτό εδώ το κείμενο επίσης δεν έχει νόημα. Και η σκέψη μου δεν έχει νόημα. Κι όταν η σκέψη δεν έχει νόημα ταξιδεύεις, γιατι όλα ειναι τίποτα, κι εγώ τιποτα μαζι με όλα.


Τρίτη 5 Μαρτίου 2013

Το καρμπόν

Η έξοδος

Αυτές οι μέρες είναι περίεργες. Ημερολογιακά έχουμε άνοιξη, ο ήλιος σιγά σιγά κερδίζει έδαφος, η θερμοκρασία ανεβαίνει, οι μέρες έξω γινονται πιο ανάλαφρες και πολλά υποσχόμενες. Κι όμως σε αυτό εδώ το μυαλο κυριαρχεί το σκοτάδι και ο χειμώνας. Χρόνια τώρα. Είναι απολύτως εξαντλητική πλέον η αίσθηση της οδύνης· και είναι χωρίς έξοδο. Είναι τραγικό να νοιώθει κανεις την προσδοκία ότι θα φύγει το πνίξιμο, και το βάρος. Το συναίσθημα που αδειάζει μέσα απο το στήθος ένα-ένα τα εσωτερικά όργανα. Και που ταυτόχρονα γονατίζει κάτω.

Κάθε που ανοίγω τα μάτια μου, μερικά δευτερόλεπτα μετά, έρχεται η σκέψη. Και μετά η οδύνη. Είτε ειναι πρωι, ειτε ειναι μεσάνυχτα.

Νοιώθω τη μοναξιά να βάζει βαθιά τα νύχια της σε ότι πληγές έχω. Και αυτο δεν έχει πάψει να συμβαίνει τους τελευταίους μήνες. Θα έκανα σχεδόν τα πάντα για να απαλλαγώ απο αυτο το συναίσθημα. Που φοβάμαι. Που είμαι σε απόγνωση. Που ικετεύω για λύτρωση.

Νοιώθω οτι σιγά σιγά τρελλαίνομαι. Ίσως έτσι πάψω να σκέφτομαι.
Νοιώθω ότι ειναι σα να έχω κλάψει για ώρες. Που κάτι τέτοιο έχει να συμβει χρονια.
Νοιώθω οτι δεν έχω τη δύναμη να ελπίζω για τίποτα.
Δε θέλω να περιμένω τίποτα γιατι δεν αντέχω άλλο πόνο στην αίσθηση της αποτυχίας.

Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2013

Κι απόψε θα μιλήσουμε για πόνο

Οι χαμένες ώρες

Κι απόψε θα μιλήσουμε για πόνο. απόψε θα μιλήσουμε για όλες εκείνες τις χαμένες ώρες σκέψης, που πίστευα ότι η ευτυχία μου υπάρχει κάπου μέσα σου, και έψαχνα, και σ' έψαχνα, μόνο και μόνο γιατι θυμόμουν κάπου, κάποτε για μια ευτυχία, που ο κόσμος ήταν όμορφος όταν ήσουν δίπλα μου. Κι αυτό το συναίσθημα ειναι που έχω απωλέσει καιρό τώρα, και αυτό ειναι μια εξάρτηση, πιο μεγάλη και απο ναρκωτικό. Και κάθε μέρα στον ύπνο μου ονειρεύομαι οτι ειμαι ευτυχισμένος. Μα ξυπνάω το πρωι και με πιάνουν τα κλάμματα. Κι εσύ δεν το ξέρεις, και ούτε να το μάθεις. Γιατι δεν έφταιξες ποτέ σε τίποτα που εγώ πίστεψα ότι θα μου φέρεις την ευτυχία μου, μέσα σου. Και θα μπορούσα να θέλω να σε δικαιολογήσω, και να σε μισήσω, μα ούτε αυτό θέλω.

Ήθελα μόνο να σ' αγαπήσω

Παρά μονο ικετεύω να συμφιλιωθώ με την απουσία. Τη δική σου και της ευτυχίας μου. Και ικετεύω το χρόνο να περάσει, γιατι εξομαλύνει τις μνήμες και τις σκέψεις κάνει γκρίζες και διάφανες, και βλέπεις πάλι το φως, αν τύχει και ειναι μέρα. Και βλέπεις και τα αστέρια που θα ειναι πάντα νύχτα. Και ο ουρανός δεν έχει σύννεφα γιατι θα έχει μονο σκοτάδι.

Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2013

Το τριπάκι του χαμού

Στο σταθμό του τραίνου, λιγότερο από ένα τέταρτο πριν την αναχώρηση.

Κάθονταν στο τραπεζάκι του κυλικείου, ένας άντρας και μια γυναίκα, και έπιναν έναν τελευταίο καφέ, πριν το αντίο. Κανείς δεν είχε μιλήσει για αυτό το αντίο, ούτε αυτός, ούτε αυτή. Ήταν όμως σκορπισμένο παντού, σα να φώναζαν όλα γύρω τους. Έπιασε τρυφερά το χέρι του, κάπου μέσα της ονειρευόταν ότι μια τέτοια κίνηση ίσως τον έκανε να μη φύγει. Φυσικά αυτά συμβαίνουν μόνο στα παραμύθια, συνέχισε στις σκέψεις της. Χαμογέλασε, τον κοίταξε γλυκά και είπε
– Πόση ώρα έχουμε ακόμα;
Αυτός, αργά γύρισε προς το μεγάλο ρολόι του τοίχου, και κουνώντας χαρακτηριστικά το κεφάλι του, έκλεισε τα μάτια του και είπε
– Λιγότερο από 10 λεπτά

Σηκώθηκε, τον πλησίασε και κάθισε δίπλα του. Θα μπορούσε να έχει διαλυθεί από το κλάμα, αλλά προσπάθησε να μη βαρύνει κι άλλο το κλίμα. Άλλωστε οι στιγμές ανήκαν στη σιωπή. Άσε που δυο άνθρωποι όπως αυτοί, δε θα χρειάζονταν λέξεις για να επικοινωνήσουν αυτά που αισθάνονταν.
Έμεινε λοιπόν στην αγκαλιά του για λίγο, γιατί ήθελε να έχει μερικά όμορφα ακόμα λεπτά μαζί του, που θα της έμεναν μέσα της ως μια οδυνηρή ηδονή, που ένας θεός ξέρει πότε θα ξεθώριαζε.

Το τραίνο έμπαινε σιγά σιγά στο σταθμό, το φως της μέρας έπεφτε πάνω στη σκόνη και της έδινε εκείνο το θλιβερό χρυσαφένιο χρώμα. Τα φύλλα των δέντρων πένθιμα παρασέρνονταν από τον αέρα καθώς το τραίνο περνούσε από κάτω τους.
Αυτός πρώτος, σηκώθηκε, κι αυτή μετά. Του λέει –όπως πάντα συνήθιζε κάθε φορά που τον πήγαινε μέχρι τη στάση του λεωφορείου όποτε συναντιόνταν,
– Θα σε πάω μέχρι έξω
Και αμήχανα της απαντάει
– Δε χρειάζεται, αυτή τη φορά.
και ξεκινάει να περπατάει προς την αποβάθρα. Αυτή, αρχίζει να τον ακολουθεί, αποζητώντας τα τελευταία δευτερόλεπτα μαζί του. Ήταν πιο όμορφη από ποτέ, και αυτός που πρόσεχε πάντα τα σκουλαρίκια της που έλαμπαν καθώς τα χτυπούσαν οι ακτίνες του ήλιου της λέει
– Σήμερα λάμπεις
Γυρίζει, της πιάνει τρυφερά το χέρι, και με μια κίνηση ανεβαίνει στο σκαλοπάτι του τραίνου.
– "Σ' ευχαριστώ για όλα" –της είπε, και με μισή φωνή συνεχίζει "θα μιλήσουμε", σα να μην ήθελε να τον ακούσει.
εννοούσε αντίο, αλλά δε θα το έλεγε.
– "Τί είπες; ", αποκρίθηκε
– "Θα μιλήσουμε", απάντησε με λίγο πιο δυνατή φωνή.

Αυτή έγνεψε το χέρι της αποχαιρετώντας τον, γύρισε, δεν άντεχε να κοιτάει άλλο, και άρχισε να απομακρύνεται από το σημείο που τον άφησε. Περπάτησε προς την έξοδο του σταθμού. Εκεί τελείωσαν όλα.

Το τραίνο ξεκίνησε, και από το θόρυβο της αναχώρησης μερικά μαύρα περιστέρια πέταξαν ξαφνικά προς τον ουρανό.

Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2013

Δυο χρόνια μετά

Το φως δεν κρατάει για πάντα.

"Γύρισα" είπε η φωνή. Και μετά το φώς άρχισε να χάνεται. Και οι φόβοι ήρθαν και τον πήραν, σχεδόν αλυσοδεμένο και τον τράβηξαν στα πιο σκοτεινά υπόγεια. Και ουρλιαχτά απόγνωσης ακούγονταν παντού μέσα στη νύχτα.

Κι άρχισε να κάνει κρύο, και δε μπορούσε να σταθεί πουθενά από τον πόνο, ούτε να φάει μπορούσε ούτε να κοιμηθεί.