Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2013

Κι απόψε θα μιλήσουμε για πόνο

Οι χαμένες ώρες

Κι απόψε θα μιλήσουμε για πόνο. απόψε θα μιλήσουμε για όλες εκείνες τις χαμένες ώρες σκέψης, που πίστευα ότι η ευτυχία μου υπάρχει κάπου μέσα σου, και έψαχνα, και σ' έψαχνα, μόνο και μόνο γιατι θυμόμουν κάπου, κάποτε για μια ευτυχία, που ο κόσμος ήταν όμορφος όταν ήσουν δίπλα μου. Κι αυτό το συναίσθημα ειναι που έχω απωλέσει καιρό τώρα, και αυτό ειναι μια εξάρτηση, πιο μεγάλη και απο ναρκωτικό. Και κάθε μέρα στον ύπνο μου ονειρεύομαι οτι ειμαι ευτυχισμένος. Μα ξυπνάω το πρωι και με πιάνουν τα κλάμματα. Κι εσύ δεν το ξέρεις, και ούτε να το μάθεις. Γιατι δεν έφταιξες ποτέ σε τίποτα που εγώ πίστεψα ότι θα μου φέρεις την ευτυχία μου, μέσα σου. Και θα μπορούσα να θέλω να σε δικαιολογήσω, και να σε μισήσω, μα ούτε αυτό θέλω.

Ήθελα μόνο να σ' αγαπήσω

Παρά μονο ικετεύω να συμφιλιωθώ με την απουσία. Τη δική σου και της ευτυχίας μου. Και ικετεύω το χρόνο να περάσει, γιατι εξομαλύνει τις μνήμες και τις σκέψεις κάνει γκρίζες και διάφανες, και βλέπεις πάλι το φως, αν τύχει και ειναι μέρα. Και βλέπεις και τα αστέρια που θα ειναι πάντα νύχτα. Και ο ουρανός δεν έχει σύννεφα γιατι θα έχει μονο σκοτάδι.

Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2013

Το τριπάκι του χαμού

Στο σταθμό του τραίνου, λιγότερο από ένα τέταρτο πριν την αναχώρηση.

Κάθονταν στο τραπεζάκι του κυλικείου, ένας άντρας και μια γυναίκα, και έπιναν έναν τελευταίο καφέ, πριν το αντίο. Κανείς δεν είχε μιλήσει για αυτό το αντίο, ούτε αυτός, ούτε αυτή. Ήταν όμως σκορπισμένο παντού, σα να φώναζαν όλα γύρω τους. Έπιασε τρυφερά το χέρι του, κάπου μέσα της ονειρευόταν ότι μια τέτοια κίνηση ίσως τον έκανε να μη φύγει. Φυσικά αυτά συμβαίνουν μόνο στα παραμύθια, συνέχισε στις σκέψεις της. Χαμογέλασε, τον κοίταξε γλυκά και είπε
– Πόση ώρα έχουμε ακόμα;
Αυτός, αργά γύρισε προς το μεγάλο ρολόι του τοίχου, και κουνώντας χαρακτηριστικά το κεφάλι του, έκλεισε τα μάτια του και είπε
– Λιγότερο από 10 λεπτά

Σηκώθηκε, τον πλησίασε και κάθισε δίπλα του. Θα μπορούσε να έχει διαλυθεί από το κλάμα, αλλά προσπάθησε να μη βαρύνει κι άλλο το κλίμα. Άλλωστε οι στιγμές ανήκαν στη σιωπή. Άσε που δυο άνθρωποι όπως αυτοί, δε θα χρειάζονταν λέξεις για να επικοινωνήσουν αυτά που αισθάνονταν.
Έμεινε λοιπόν στην αγκαλιά του για λίγο, γιατί ήθελε να έχει μερικά όμορφα ακόμα λεπτά μαζί του, που θα της έμεναν μέσα της ως μια οδυνηρή ηδονή, που ένας θεός ξέρει πότε θα ξεθώριαζε.

Το τραίνο έμπαινε σιγά σιγά στο σταθμό, το φως της μέρας έπεφτε πάνω στη σκόνη και της έδινε εκείνο το θλιβερό χρυσαφένιο χρώμα. Τα φύλλα των δέντρων πένθιμα παρασέρνονταν από τον αέρα καθώς το τραίνο περνούσε από κάτω τους.
Αυτός πρώτος, σηκώθηκε, κι αυτή μετά. Του λέει –όπως πάντα συνήθιζε κάθε φορά που τον πήγαινε μέχρι τη στάση του λεωφορείου όποτε συναντιόνταν,
– Θα σε πάω μέχρι έξω
Και αμήχανα της απαντάει
– Δε χρειάζεται, αυτή τη φορά.
και ξεκινάει να περπατάει προς την αποβάθρα. Αυτή, αρχίζει να τον ακολουθεί, αποζητώντας τα τελευταία δευτερόλεπτα μαζί του. Ήταν πιο όμορφη από ποτέ, και αυτός που πρόσεχε πάντα τα σκουλαρίκια της που έλαμπαν καθώς τα χτυπούσαν οι ακτίνες του ήλιου της λέει
– Σήμερα λάμπεις
Γυρίζει, της πιάνει τρυφερά το χέρι, και με μια κίνηση ανεβαίνει στο σκαλοπάτι του τραίνου.
– "Σ' ευχαριστώ για όλα" –της είπε, και με μισή φωνή συνεχίζει "θα μιλήσουμε", σα να μην ήθελε να τον ακούσει.
εννοούσε αντίο, αλλά δε θα το έλεγε.
– "Τί είπες; ", αποκρίθηκε
– "Θα μιλήσουμε", απάντησε με λίγο πιο δυνατή φωνή.

Αυτή έγνεψε το χέρι της αποχαιρετώντας τον, γύρισε, δεν άντεχε να κοιτάει άλλο, και άρχισε να απομακρύνεται από το σημείο που τον άφησε. Περπάτησε προς την έξοδο του σταθμού. Εκεί τελείωσαν όλα.

Το τραίνο ξεκίνησε, και από το θόρυβο της αναχώρησης μερικά μαύρα περιστέρια πέταξαν ξαφνικά προς τον ουρανό.

Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2013

Δυο χρόνια μετά

Το φως δεν κρατάει για πάντα.

"Γύρισα" είπε η φωνή. Και μετά το φώς άρχισε να χάνεται. Και οι φόβοι ήρθαν και τον πήραν, σχεδόν αλυσοδεμένο και τον τράβηξαν στα πιο σκοτεινά υπόγεια. Και ουρλιαχτά απόγνωσης ακούγονταν παντού μέσα στη νύχτα.

Κι άρχισε να κάνει κρύο, και δε μπορούσε να σταθεί πουθενά από τον πόνο, ούτε να φάει μπορούσε ούτε να κοιμηθεί.