Κυριακή 31 Μαΐου 2015

-119

Πονάω.
Κουράστηκα.
Δε θέλω άλλο.
Θέλω να τελειώνω με εμένα.
Τελευταία φορά, προκάλεσα και άφησα έναν άνθρωπο να με πνίγει χωρίς να αντιδράσω. Ήλπιζα ότι τα αντανακλαστικά μου δε θα αντιδρούσαν άμεσα. Και παρά τον φόβο μου, ήθελα, όλα να τέλειωναν έτσι. Τελικά αντέδρασα, σώθηκα τελευταία στιγμή. Ο λαιμός μου πονούσε. Και ήμουν πάλι εκεί, ζωντανός.
Δε με γουστάρω λέμε.
Κρυώνω.
Δεν είναι τίποτα η ζωή, μια ιδέα μόνο. Θέλω να φύγω. Είμαι δειλός και δε μπορώ να δώσω τέλος από μόνος μου.
Στον ύπνο μου, βλέπω νεκρούς να με αγκαλιάζουν, με ρωτάνε γιατί έχω κρύα χέρια. Μου λένε να περάσω απέναντι για να με ζεστάνουν. Είναι ένα χωράφι με ένα φράχτη απέραντο από σύρμα, και από τη μία πλευρά είναι οι ζωντανοί, από την άλλοι οι νεκροί. Οι νεκροί ειναι διάφανοι. Δεν ακούνε τις φωνές των ζωντανών. Εμένα με ακούν όμως. Και όποτε φωνάζω, μου μιλάνε, περνάνε προσωρινά το φράχτη και μου χαϊδεύουν τα χέρια. Σκέφτομαι να περάσω απέναντι μαζί τους. Δε μου αρέσει που είμαι από την πλευρά των ζωντανών.
Πονάω, δε θέλω άλλο. Βαρέθηκα.
Είμαι ο πόνος που δε θες να ζήσεις.
Τα φώτα γύρω μου σβήνουν όταν περνώ.

Είμαι λεπίδες κοφτερές στο δέρμα.

Τετάρτη 13 Μαΐου 2015

-93

Κάπου μεταξύ ύπνου και απόγνωσης, εδώ πάλι, οι ηττημένοι της θλίψης, κάνουν τις ύστατες ταλαντώσεις, περιμένοντας μια απρόσμενη τυχαία ευστάθεια ή μία μοιραία αστάθεια. Εδώ είναι οι άνθρωποι που δε γούσταραν ποτέ την πάρτη τους. Που βλέπουν τη λύτρωση στον θάνατο. Ας πούμε και τη λέξη για την οποία έχουμε ενοχές: αυτοκτονία. Οι περισσότεροι λένε για το δικαίωμα στη ζωή, μερικοί σκέφτονται το δικαίωμα στον θάνατο.
Και ας είμαστε λίγο θαρραλέοι, από το να βλέπουμε την τραγική και επώδυνη αποδόμηση του σώματος και του πνεύματος, καλύτερα ένας μικρής αγωνίας θάνατος. Το άπειρο μας έχει νικήσει. Ζητήσαμε την αλήθεια και μας δόθηκε απλόχερα. Και μας δόθηκε και η συνοδός βαρβαρότητα. Δεν είμαστε πια τίποτα και οι σκιές μας, είναι πιστό σκυλί που θα στοιχειώνει για πάντα κάθε ηδονή.