Στις ρηχές λιακάδες του Νοέμβρη σκάει
η απόγνωση
δε χωράει σε λέξεις
σε άδεια κάδρα
σε κόμματα, τελείες
κι αποσιωπητικά
Ένα ταξίδι που δε θα γίνει ποτέ
Και μετά ο ήλιος χάνεται νωρίς
κι ο αέρας μυρίζει
απανθρακωμένες ψυχές
κούτσουρα που καταναλώθηκαν
υπέρ τρίτων
στον μάταιο πόλεμο με το αδυσώπητο βέλος
του χρόνου
Την επόμενη μέρα
οι ενοχές σέρνονται
σε άσπρους διαδρόμους
αργοπεθαίνει
η πίστη