Και θα πάρω μια παπαρούνα. Μία μεγάλη βαριά κατακκόκινη παπαρούνα. Και θα κοιτάξω τον τοίχο. Τα επιμελώς τοποθετημένα τουβλάκια, το τσιμέντο ανάμεσά τους, το ξεθωριασμένο ροζ χρώμα τους. Και θα τα κοιτάξω δυνατά. Με όλη μου τη δύναμη. Και πολύ όμορφα και γλυκά, με βλέμμα σαν του τρελλού, θα τους πω οτι δεν ειναι εδώ η θέση τους. Τότε θα πετάξω πάνω στον τοίχο την παπαρούνα μου, που ζυγιζει λίγα γραμμάρια· μα το υπόσχομαι, θα πέσει πάνω του σαν τεράστια σιδερένια σφαίρα. Και μονομιάς ο τοίχος θα γινει χιλιάδες σπασμένα κομματάκια και θα κατακρυμνηστει χάμω. Το φως, θα περάσει μέσα και θα αγγίξει τα χέρια μου και τα ξεθωριασμένα μου δάχτυλα που δεν είχαν ποτέ πράξει κάτι τόσο γενναίο.
Εγώ χαιρέκακα, θα κοιτάξω ειρωνικά τα ανήμπορα και ετοιμοθάνατα πια τούβλα και θα ανέβω πάνω τους να ατενίζω το ηλιοβασίλεμα, νικητής.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου