godisnowhere
Εκείνο το άρρωστο πρωινό, φορούσα λινό πουκάμισο και κοντό παντελονάκι, σαν από παρέλαση. Σε μια αθήνα ηλιόλουστη, που απεργούσε ή έκανε διακοπές. Και το πουκάμισό μου ήταν άσπρο, όπως οι διαγραμμίσεις στους δρόμους, και παντού άκουγες στρατιωτικά εμβατήρια όπως στον επιτάφιο, αλλά χωρίς κεριά, ή πλήθος, ή την ίδια την άνοιξη. Και περάσανε εκείνο το πρωινό, τόσοι μήνες από τη ζωή μου μπροστά, μέσα σε μερικά λεπτά. Και είχα στο αριστερό μου χέρι, όλα εκείνα τα τεκμήρια θανάτου, όπως τον τύπο των ήλων. Όχι στην παλάμη. Στον καρπό.
Και αποφάσισαν οι άνθρωποι, πως ειμαι νεκρός, κι εγώ δεν ήμουν ούτε χαρούμενος, μα ούτε και λυπημένος. Κατηφόριζα τον δρόμο, έχοντας ανοιχτά τα χέρια μου διάπλατα, όπως σταυρώνονται οι άνθρωποι και όχι οι θεοί. Και έβλεπα τον ουρανό ψηλά, που ήταν μπλε, όπως μπλε δεν ήταν ποτέ τα μάτια σου· ούτε γαλανά ήταν.
Και μετά πέρασα δίπλα από το πράσινο περιβόλι που φύτρωναν μικροί άσπροι σταυροί με θέα το πέλαγο. Εις μνήμην. Η μνήμη. Εις απώλειαν. Η απώλεια. Σκέφτηκα ότι θα πάω σπίτι μου, μα το σπίτι μου ήταν αυτό το περιβόλι, κι εγώ ήμουν ένας σταυρός ή μια χαρακιά στο χέρι. Που έβλεπε πέρα μακρυά, και έβλεπε μόνο εσένα, και δε σε έβλεπε ταυτόχρονα, γιατί είχες φύγει εσύ, πολύ πριν καταλάβω οτι πεθαίνω. Έλεγες πως δεν κάνεις παρέα με νεκρούς κι εγώ απορούσα, ποιός ειναι νεκρός. Μετά κατάλαβα πως προέβλεπες το μέλλον.