Το τριπάκι του χαμού
Στο σταθμό του τραίνου, λιγότερο από ένα τέταρτο πριν την αναχώρηση.
Κάθονταν στο τραπεζάκι του κυλικείου, ένας άντρας και μια γυναίκα, και έπιναν έναν τελευταίο καφέ, πριν το αντίο. Κανείς δεν είχε μιλήσει για αυτό το αντίο, ούτε αυτός, ούτε αυτή. Ήταν όμως σκορπισμένο παντού, σα να φώναζαν όλα γύρω τους. Έπιασε τρυφερά το χέρι του, κάπου μέσα της ονειρευόταν ότι μια τέτοια κίνηση ίσως τον έκανε να μη φύγει. Φυσικά αυτά συμβαίνουν μόνο στα παραμύθια, συνέχισε στις σκέψεις της. Χαμογέλασε, τον κοίταξε γλυκά και είπε
– Πόση ώρα έχουμε ακόμα;
Αυτός, αργά γύρισε προς το μεγάλο ρολόι του τοίχου, και κουνώντας χαρακτηριστικά το κεφάλι του, έκλεισε τα μάτια του και είπε
– Λιγότερο από 10 λεπτά
Σηκώθηκε, τον πλησίασε και κάθισε δίπλα του. Θα μπορούσε να έχει διαλυθεί από το κλάμα, αλλά προσπάθησε να μη βαρύνει κι άλλο το κλίμα. Άλλωστε οι στιγμές ανήκαν στη σιωπή. Άσε που δυο άνθρωποι όπως αυτοί, δε θα χρειάζονταν λέξεις για να επικοινωνήσουν αυτά που αισθάνονταν.
Έμεινε λοιπόν στην αγκαλιά του για λίγο, γιατί ήθελε να έχει μερικά όμορφα ακόμα λεπτά μαζί του, που θα της έμεναν μέσα της ως μια οδυνηρή ηδονή, που ένας θεός ξέρει πότε θα ξεθώριαζε.
Το τραίνο έμπαινε σιγά σιγά στο σταθμό, το φως της μέρας έπεφτε πάνω στη σκόνη και της έδινε εκείνο το θλιβερό χρυσαφένιο χρώμα. Τα φύλλα των δέντρων πένθιμα παρασέρνονταν από τον αέρα καθώς το τραίνο περνούσε από κάτω τους.
Αυτός πρώτος, σηκώθηκε, κι αυτή μετά. Του λέει –όπως πάντα συνήθιζε κάθε φορά που τον πήγαινε μέχρι τη στάση του λεωφορείου όποτε συναντιόνταν,
– Θα σε πάω μέχρι έξω
Και αμήχανα της απαντάει
– Δε χρειάζεται, αυτή τη φορά.
και ξεκινάει να περπατάει προς την αποβάθρα. Αυτή, αρχίζει να τον ακολουθεί, αποζητώντας τα τελευταία δευτερόλεπτα μαζί του. Ήταν πιο όμορφη από ποτέ, και αυτός που πρόσεχε πάντα τα σκουλαρίκια της που έλαμπαν καθώς τα χτυπούσαν οι ακτίνες του ήλιου της λέει
– Σήμερα λάμπεις
Γυρίζει, της πιάνει τρυφερά το χέρι, και με μια κίνηση ανεβαίνει στο σκαλοπάτι του τραίνου.
– "Σ' ευχαριστώ για όλα" –της είπε, και με μισή φωνή συνεχίζει "θα μιλήσουμε", σα να μην ήθελε να τον ακούσει.
εννοούσε αντίο, αλλά δε θα το έλεγε.
– "Τί είπες; ", αποκρίθηκε
– "Θα μιλήσουμε", απάντησε με λίγο πιο δυνατή φωνή.
Αυτή έγνεψε το χέρι της αποχαιρετώντας τον, γύρισε, δεν άντεχε να κοιτάει άλλο, και άρχισε να απομακρύνεται από το σημείο που τον άφησε. Περπάτησε προς την έξοδο του σταθμού. Εκεί τελείωσαν όλα.
Το τραίνο ξεκίνησε, και από το θόρυβο της αναχώρησης μερικά μαύρα περιστέρια πέταξαν ξαφνικά προς τον ουρανό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου