Δευτέρα 17 Ιουνίου 2013

Η ουσιώδης ανωμαλία

– "Τί σας πονάει περισσότερο," ρώτησε
– Πως δε μπορώ να βρω ανθρώπους να σταθούν δίπλα μου, όπως το φαντάζομαι. Και πως οι ανάγκες μου μένουν να εκκρεμούν, και αυτό είναι που πονάει περισσότερο. Είναι όπως ένας άνθρωπος πεινάει και δε βρίσκει τροφή. Μόνο που εδώ μιλάμε για τροφή της ψυχής.
– Και αυτό που φοβάστε περισσότερο;
– Είναι πως θα μεγαλώσω και θα συνεχίσω να ζω έτσι. Πως θα κυριαρχεί ο πόνος στη ζωή μου και θα έχω κενά που δε θα μπορώ να καλύψω.
– Σε αυτό εδώ το σημείο, θα ήθελα να σας τονίσω πως όλοι μας, είμαστε κατ' ουσίαν μόνοι. Μόνοι μας ερχόμαστε στη ζωή, μόνοι μας πορευόμαστε και –κυρίως– μόνοι μας θα φύγουμε. Και πως, οι άνθρωποι που περιμένετε να έρθουν να σταθούν στις θέσεις που τους έχετε ετοιμάσει, μπορεί και να μην έρθουν ποτέ. Σας προτείνω αφενός να συμφιλιωθείτε με αυτή την ιδέα, αφετέρου να δοκιμάσετε με λιγότερο ιδανικές καταστάσεις. Αλλιώς κινδυνεύετε να πραγματοποιήσετε τους φόβους σας.

Είχαν περάσει βδομάδες από τότε που είχε επαφή επικοινωνίας με άνθρωπο τελευταία φορα, και η ατμόσφαιρα τα τελευταία βράδυα στο σπίτι δεν ήταν ανεκτή. Ευτυχώς τα δύο προηγούμενα βράδυα εργαζόταν, και αυτό την έκανε να αλλάζει κάπως παραστάσεις. Αλλά σήμερα τα πράγματα ήταν άσχημα. Πνίγοταν. Η ώρα ήταν περασμένες 2 τα ξημερώματα και πήρε την απόφαση να βγει μια ακόμα βόλτα με το ποδήλατό της. Στην παραλιακή.

Αν και πάει καιρός από τότε που αποχαιρέτησε εκείνο τον άντρα στο σταθμό, εκείνο το φθινοπωρινό μεσημέρι, δεν κατάφερε να ξεχάσει τις μνήμες από τον άνθρωπο αυτόν. Είπε στον εαυτό της, πως καθώς ο χρόνος υπάρχει για να εξομαλύνει αναμνήσεις οδυνηρές από ανθρώπους και ιστορίες, θα περίμενε πως σιγά σιγά ίσως ξέχναγε. Ίσως και πάλι γινόταν δέκα χρόνια μικρότερη και ξεκίναγε πάλι απ' την αρχή, από εκει που τα πράγματα ήταν φωτεινά κι αισιόδοξα τότε, που ήταν πιο νέα. Που δεν ήξερε. Και είπε στον εαυτό της πως, για λίγο καιρό δε θα βλέπει πολλούς ανθρώπους, γιατι της φαίνονταν αιχμηροί και οχι καλοπροαίρετοι. Και κυρίως, αισθανόταν ξένη αναμεταξύ τους. Και διαφορετική, σαν ένα μελανό στίγμα σε άσπρο πίνακα. Δεν είχε πια διάθεση να προσπαθήσει άλλες ανθρώπινες σχέσεις για λίγο καιρο. Όπως μια πληγή, που δεν την πειράζεις, αλλά την αφήνεις ήσυχη, περιμένοντας να επουλωθεί. Και πράγματι, άρχισε να χάνεται σιγά σιγά απο φιλους και γνωστούς, και παράλληλα έβλεπε πως κι αυτοι δεν την έψαχναν –πράγμα που μέσα της επιβεβαίωνε ότι η παρουσία της ήταν τελικά μάλλον αδιάφορη. Και στεναχωρέθηκε κάπως, αλλά πείσμωσε πως θα συνεχίσει μόνη της. Και είπε πως θα διαβάζει τα βιβλία της, όποτε έχει καθαρό μυαλο, που τα βιβλία, δε θα την πρόδιδαν ποτέ. Και είπε πως θα βγαίνει και βόλτα με το ποδήλατό της, που ούτε κι αυτό την είχε προδόσει ποτέ τόσα χρόνια. Αχ να ήταν ζωντανό το ποδήλατο, να του έλεγε πόσο πολύ χαίρεται που υπάρχει στη ζωή της.
Κι έτσι πέρασε κι άλλος καιρός, μα τα πράγματα δε γινόταν καλύτερα. Το σκοτάδι απλωνόταν ολοένα και περισσότερο, και οι μέρες δεν ξημέρωναν, σαν κάποιος να είχε κλέψει το φως.

Πέρασε ξυστά δίπλα της ένα αμάξι με μεγάλη ταχύτητα και της διέκοψε τον ειρμό της σκέψης. Θα μπορούσε να την είχε χτυπήσει αυτό το αμάξι –που δε φαινόταν να πήγαινε και πολύ καλά. Σάββατο βράδυ ήταν, παραλιακή, λογικό, τόσοι μεθυσμένοι άνθρωποι οδηγούν. Ένας ακόμα. Κι αν τη χτύπαγε; Ένας άνθρωπος λιγότερος. Ένας δυσλειτουργικός άνθρωπος λιγότερος. Μία επίσκεψη λιγότερη στον ψυχίατρο. Αρκετά κουτιά ψυχοφάρμακα λιγότερης κατανάλωσης. Άραγε τι θα σκεφτόταν ο γιατρός της αν στο επόμενο ραντεβού της δεν πήγαινε; Αν όλα τέλειωναν εκει;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου