Κυριακή 31 Μαΐου 2015

-119

Πονάω.
Κουράστηκα.
Δε θέλω άλλο.
Θέλω να τελειώνω με εμένα.
Τελευταία φορά, προκάλεσα και άφησα έναν άνθρωπο να με πνίγει χωρίς να αντιδράσω. Ήλπιζα ότι τα αντανακλαστικά μου δε θα αντιδρούσαν άμεσα. Και παρά τον φόβο μου, ήθελα, όλα να τέλειωναν έτσι. Τελικά αντέδρασα, σώθηκα τελευταία στιγμή. Ο λαιμός μου πονούσε. Και ήμουν πάλι εκεί, ζωντανός.
Δε με γουστάρω λέμε.
Κρυώνω.
Δεν είναι τίποτα η ζωή, μια ιδέα μόνο. Θέλω να φύγω. Είμαι δειλός και δε μπορώ να δώσω τέλος από μόνος μου.
Στον ύπνο μου, βλέπω νεκρούς να με αγκαλιάζουν, με ρωτάνε γιατί έχω κρύα χέρια. Μου λένε να περάσω απέναντι για να με ζεστάνουν. Είναι ένα χωράφι με ένα φράχτη απέραντο από σύρμα, και από τη μία πλευρά είναι οι ζωντανοί, από την άλλοι οι νεκροί. Οι νεκροί ειναι διάφανοι. Δεν ακούνε τις φωνές των ζωντανών. Εμένα με ακούν όμως. Και όποτε φωνάζω, μου μιλάνε, περνάνε προσωρινά το φράχτη και μου χαϊδεύουν τα χέρια. Σκέφτομαι να περάσω απέναντι μαζί τους. Δε μου αρέσει που είμαι από την πλευρά των ζωντανών.
Πονάω, δε θέλω άλλο. Βαρέθηκα.
Είμαι ο πόνος που δε θες να ζήσεις.
Τα φώτα γύρω μου σβήνουν όταν περνώ.

Είμαι λεπίδες κοφτερές στο δέρμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου