Πόση ἐλπίδα γιὰ ἀγάπη μποροῦν νὰ στηρίξουν αὐτὰ τὰ παπούτσια πια; Πάλιωσαν, δὲν τὸ βλέπεις; Κι ἔπεσαν τὰ πόδια μπροστά, καὶ θὰ λένε ἱστορίες, ποὺ ἦταν μιὰ φορὰ κι ἕνας καιρός, τὴ νύχτα ποὺ πάγωσε ὁ κόσμος, και πάγωσες κι ἐσύ. Και πῆρες τὸ φῶς. Καὶ πῆρες τὸ φῶς μου. Φῶς μου.
Ὄχι ἄλλες ἀγάπες. Ὄχι ἄλλα πρωινὰ ἀπόγνωσης. Θέλω να ξεράσω τὴν τροφή σου ἀπὸ μέσα μου, μήπως κι ἐλαφρύνει ἡ θλίψη. Κι ὅπως θὰ φεύγεις κι ἐσὺ, θα φεύγει κι ἡ ζωή μου. Ζωή μου.
Κάθε βράδυ, ζῶ τὴν ἀπόλυτη φαντασίωση. Εἶμαι στὸν καναπέ μου, σκεπασμένος, καὶ προσπαθῶ νὰ κοιμηθῶ. Γύρω σκοτάδι. Κι ἔρχεσαι ἐσὺ, και μὲ ἀγγίζεις, μοῦ χαϊδεύεις τὸ κεφάλι, καὶ με φιλᾶς στὸ μέτωπο. Καὶ μὲ μιὰ σου σκέψη καταργεῖς τὴ μοναξιά. Καὶ μὲ παίρνει ὁ ὕπνος στὴν ἀγκαλιά σου, τὴ νοητή. Καὶ εἶναι ὅλα ἥρεμα. Καὶ δὲ βλέπω πιὰ τέρατα, γιατί ἤσουν τὰ μάτια μου. Μάτια μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου