Καὶ εἶναι ἡ ὥρα ποὺ χαράζει, ἡ ὥρα ποὺ τὸ σκοτάδι μπερδεύεται στὸ φῶς, κάπου στὸ μεταίχμιο. Τῆς μέρας, καὶ τὸ δικό σου. Καὶ εἶναι ἡ ὥρα ποὺ θὲς νὰ ἐπικαλεστεῖς τὰ θεῖα. Ὅχι γιατὶ πιστεύεις, ἀλλὰ γιατὶ αὐτὰ πρέπει νὰ σὲ πιστέψουν. Δὲ χωρεῖ σύγκριση στὸ ἀνθρώπινο. Πλέον οὔτε καὶ στὸ θεῖο. Καὶ ὅλα τὰ βλέπεις ἀπὸ ψηλά. Γιατὶ ἔχεις ανέβει χαμηλά. Καὶ κάθε τὶ ἀθάνατο ἤ ἐτοιμοθάνατο σὲ σέβεται, γιαυτὴ τὴ μεγαλοπρεπή σου πτώση· καὶ σὲ λυπᾶται. Ἀφοῦ μετακίνησες πρώτα το βλέμμα, και μετὰ τὸ τοπίο, καὶ ὕστερα τὴ γραμμὴ τοῦ ἀντέχω σου. Γιὰ νὰ ἀντέξεις κι ἄλλο, κι ἀλλο, κι ἄλλο καὶ τελικά εἶναι ἀτελείωτη ἡ ἀντοχή· μὴν ἀξιωθεῖς ποτὲ νὰ τὴ μετρήσεις. Ποτέ. Μ' ἀκοῦς;
Αὐτόματα γραμμένο, τὸ μέσα, βγαίνει παραμέσα ἐλπίζοντας ὅτι ἕνας μεσσίας θὰ τὸ σώσει ἀπὸ τὸν εἀυτό του. Γυρίζοντάς του, πάντα τὴν πλάτη. Μ' ἀκοῦς;
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου