Ἡ παραμικρή προσπάθεια νὰ ἐκθέσω τὸν κόσμο μου, εἶναι τόσο ὀδυνηρή. Πολλή βία. Τὴν αἰσθάνομαι ὅπως ὅταν ἀκουμπᾶς ἄθελά σου, μιὰ πληγή. Ἡλεκτρίζει ἀπὸ τὸν πόνο. Καὶ πετάγεσαι. Κι ἁπομακρύνεσαι, γιατὶ ἔχεις τὴν ἀνάμνησή του. Εἶμαι μόνος. Στὸ σκοτάδι. Καὶ τὰ ἔχω δεῖ ὅλα. Δὲν ξέρω πιὰ ἂν φοβᾶμαι, ἢ τί φοβᾶμαι περισσότερο. Πέρασα στὴν ἄλλη πλευρὰ, καὶ ὅτι μὲ ἔκανε χαρούμενο βρίσκεται ἀπέναντι, καὶ δὲν ἔχω καμμία σύνδεση μὲ ἐκεῖ. Δὲ θυμᾶμαι πὼς ἦταν νὰ ἔχω ἐλπίδες. Εγκυκλοπαιδικὲς οἱ εἰκόνες ἀπὸ τὸ χαμόγελο, τὴν προσδοκία τοῦ μέλλοντος. Κι ἔτσι περνοῦν οἱ μέρες, καὶ οἱ μῆνες, κι ἔτσι χωρίς νόημα μετράω ἀνάποδα, χωρὶς νὰ περιμένω τίποτα. Ἀφοῦ τελειώσανε οἱ δυνάμεις. Μόνο γράφω ἐδῶ, κι αὐτὸ τὸ blog μὲ ἀκούει καὶ μοῦ ἀπαντάει γλυκά, καὶ μὲ ἀγγαλιάζει, τί καλά.
Εἶμαι δώδεκα μνῆμες· τοῖχοι,
φτιάχνουν δωμάτια καὶ τὰ σπίτια
ποὺ μένω.
Καὶ δὲν εἶναι κανείς ἐδῶ νὰ ψιθυρίζει
τὸ ὀνομά μου,
γιαυτὸ κι ἐγὼ τὸ ξέχασα.
Καὶ μετὰ ξεχάστηκα σὲ ὅτι ἔχασα.
Σ' ἕνα φῶς ποὺ ἀνηφορίζει.
Δὲν θέλω νὰ ὑπάρχω. Καὶ λοιπόν; Καλύτερα.