Κυριακή 7 Ιουνίου 2009

Στιχομυθία μὲ τὴν πάρτη μου

– Δῶσε μου ἕνα λόγο νά ὑπάρχω
– Ὁ λόγος εἶσαι ἐσύ.
– Ἐγὼ δὲν ἔχω λόγο
– Κι ὅμως αὐτὸ ποὺ μοῦ ζητᾶς, τὸ ζητᾶς οὐσιαστικὰ ἀπὸ τὸν ἐαυτό σου.
– Μὰ δὲ μπορῶ χωρὶς ἐσένα
– Μὰ δὲ μπορεῖς χωρὶς ἐσένα
– Δόσε μου τὸ λόγο· και το λόγο μου σοῦ δίνω, πὼς θα εἶμαι δοῦλος σου για πάντα.
– Εἶσαι πολὺ φτηνός. Λόγο ἐγὼ δὲ δίνω κὶ ὁ λόγος σου δὲ με πείθει. Καὶ οὔτε δοῦλο θέλω. Αυτὰ σὲ μάθαινα τόσα χρόνια;
– Μὰ θά...
– Θὰ χαθεῖς;
– Ναί, εἶδες; Τὸ ξέρεις. Καὶ δὲν κάνεις τίποτα γι αὐτό;
– Ὄχι, γιατί δὲν τὸ πιστεύεις.
– Τὸ πιστεύω. Ὅτι πεῖς, νὰ τὸ πιστέψω
– Άρα δὲν τό πιστεύεις.
– Σὲ παρακαλῶ, μὴ με βασανίζεις. Ἂν δὲ μοῦ δώσεις αὐτὸ ποὺ ἰκετεύω, δῶσε μου ἕνα θάνατο τουλάχιστον.
– Οὔτε κι αὐτὸ θὰ σοῦ δώσω.
– Οὔτε αὐτὸ δὲν ἀξίζω; Τί ἀξίζω;
– Ἐσένα.
– Ποὺ θὰ βρῶ τόν ἐαυτό μου;
– Κοίτα με. Κοίτα με λέω. Οὔτε αὐτὸ δὲ μπορείς πια; Κοίτα με! Βλέπεις τώρα ποῦ θὰ τὸν βρεῖς;
– Μὰ στὰ μάτια σου εἶμαι ἐγώ. Πῶς γίνεται αὐτό;
– Ὅ, τι θες γίνεται.
– Δὲ γίνεται.
– Καλά λοιπόν, τότε νὰ φύγω.
– Ὄχι μή! Μὴ φεύγεις. Βασάνισέ με ἂν θές, μὰ μὴ φεύγεις. Μὴ μὲ ἀφήσεις μόνο μου, ἔχει σκοτάδι, καὶ κάνει κρύο. Φοβᾶμαι.
– Μά ἔτσι εὔκολα νομίζεις θὰ με διώξεις; Κὶ ἔχει φως καὶ κάνει ζέστη. Μὰ δὲν το βλέπεις. Βλέπεις μόνο ὅτι σοῦ ποῦν.
– Σ' εὐχαριστῶ..
– Δὲν ἔχεις καταλάβει! Μὴ μ' εὐχαριστεῖς, γιατὶ ὅσο μ' εὐχαριστεῖς θὰ γίνομαι αὐτὸ ποὺ τρέμεις
– Σὲ σιχαίνομαι...
– Τώρα τρέμεις.
– Τρέμω. Φοβᾶμαι. Τί θὰ κὰνω; Σὲ φοβᾶμαι μὰ σ' ἔχω ἀνάγκη.
– Δὲ μ' ἔχεις καὶ τὸ ξέρεις.
– Πές μου, τί πρέπει νὰ κάνω;
– Ἀγάπησέ με, καὶ μετὰ διώξε με.
– Μὰ ὅτι ἀγαπᾶς δὲν τὸ διώχνεις.
– Διώχνεις ὅμως τὶς σκιές
– Μὰ ὅτι εἶναι σκιὰ δὲν τὸ ἀγαπᾶς
– Τίποτα δὲν ἔμαθες τόσα χρόνια! Οὔτε τὸ παρακαλᾶς.
– Πές μου! Ἔχεις ἄδικο καὶ ὑπεκφεύγεις.
– Μέ προκαλεῖς; Εἶμαι ἡ σκιά σου, λέω.
– Εἶσαι ἡ σωτηρία μου.
– Γιατί νομίζεις πὼς κοιτάζοντας τὰ μάτια μου βλέπεις σκοτάδι καὶ κρύο; Ἀγάπησέ με!
– Μὰ δὲ μ' ἀφήνεις νὰ σ' ἀγαπήσω· ἐγὼ θέλω νὰ ζήσω γιὰ σένα
– Αὐτὸ δὲν εἶναι ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι ἐξάρτηση.
– Ἡ ἐξάρτηση εἶναι περισσότερο.
– Ἡ ἐξάρτηση εἶναι ἀδυναμία νὰ ἀγαπήσεις τὸν ἐαυτό σου. Δὲν ἔχεις νοιώσει ποτέ σου ἀγάπη λοιπόν;
– Ναί, κάποτε κάποιος μὲ ἀγάπησε.
– Καὶ τώρα;
– Δὲν ὑπήρξα ἐπαρκής. Δὲ μ' ἀγαπάει πια.
– Τίποτα δὲν ἔμαθες τόσα χρόνια. Ὅταν σ' ἀγαπήσει κάποιος, δὲν εἶσαι ἀνεπαρκὴς ποτέ γιαυτόν. Ἔχεις νοιώσει ποτέ σου ἀγάπη;
– Ναὶ, κάποτε κάποιον ἀγάπησα.
– Καὶ τώρα;
– Τώρα προδόθηκα.
– Τίποτα δὲν ἔμαθες τόσα χρόνια. Ὅταν ἀγαπήσεις κάποιον, δὲν προδίδεσαι. Τὸν ἀγαπᾶς γιὰ σένα. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἀπελευθέρωση. Ἔχεις νοιώσει ποτέ σου ἀπελευθέρωση;
– Δὲ θυμᾶμαι.
– Τίποτε δὲν ἔμαθες, ἀκόμα καὶ τώρα. Θυμᾶσαι!
– Μὰ δὲ θυμᾶμαι σοὺ λέω.
– Ἂν ἔχεις ζήσει ἀπελευθέρωση, δὲν τὸ ξεχνᾶς. Οὔτε αὐτὸ λοιπόν. Καὶ ζητᾶς ἀκόμα λόγο ἀπὸ μένα.
– Ναί! Θὰ μοὺ τόν δόσεις!
– Τολμᾶς καὶ μοῦ μιλᾶς ἔτσι;
– Ὄχι. Συγνώμη.
– Δὲν ἔχεις καταλάβει!
– Συγχώρεσέ με.
– Φτηνό ὑποκείμενο. Δὲ συγχωρὼ ποτέ μου. Δὲ θὰ σε συγχωρέσω ποτέ.
– Δὲν τὸ ἀξίζω;
– Δυστυχὼς τὸ ἀξίζεις. Σταμάτα ὅμως μὲ αὐτὸ ποὺ ἀξίζεις. Δὲν ἔχει νόημα. Ἂν ἀξίζεις κάτι, νὰ μὴν τὸ λές, νὰ μὴν το συζητᾶς.
– Γιατί μὲ τιμωρεῖς;
– Δὲ σὲ τιμωρῶ. Νομίζεις ὅτι σὲ τιμωρῶ.
– Μὰ αἰσθάνομαι τὴ βία σου
– Αἰσθάνεσαι τὴ δική σου βία. Κι ἐγὼ δὲν εἶμαι τίποτα περισσότερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ μοὺ ἀποδίδεις. Ἔχω τὴ δύναμη που μοῦ δίνεις – και μου δίνεις ἀρκετή.
– Μὰ ἐγὼ δὲν ἔχω δύναμη.
– Νόμίζεις. Ἀφοῦ ἐγὼ ἔχω δύναμη, ἔχεις κι ἐσύ. Πόσο καιρὸ εἶμαι ἐδῶ ἀπεναντί σου;
– Μερικοὺς μῆνες
– Πρὶν ποῦ ἤμουν; Ἀπὸ ποὺ ἦρθα;
– Δὲν ξέρω.
– Ἐσὺ πῶς βρέθηκες ἐδῶ;
– Δὲν ξὲρω.
– Κοίτα γύρω σου. Τί βλέπεις;
– Ἕνα δωμάτιο· μὰ δὲν καταλαβαίνω. Πῶς βρεθήκαμε ἐδῶ; δὲν ἔχει πόρτες. Δὲ μπορεῖ να φύγει κανεὶς. Δὲ μπορεῖ νὰ μπεῖ κανείς.
– Τὸ δωμάτιο εἶναι δικό σου δημιούργημα. Ὅτι βλέπεις εἶναι δικό σου δημιούργημα.
– Ἂν ἦταν δικό μου..
– Εἶναι δικό σου. Ἂν δὲν ἦταν ἁπλὰ δὲ θὰ ἤμαστε ἐδῶ. Ἐσὺ τό ἐπέλεξες.
– Κὶ ἐσὺ τὶ θὰ ἐπιλέξεις;
– Δὲ θὰ σοῦ πῶ τώρα. Θὰ μάθεις ὅταν κάνεις τὶς δικές σου ἐπιλογές.
– Δὲ θέλω νὰ ἐπιλέξω. Φοβᾶμαι ὅτι θὰ κάνω λάθος πάλι.
– Τότε δὲ θὰ σοῦ πῶ. Ἔχεις κάνει ποτέ σου λάθη;
– Ναί, πολλά. Καὶ πονάνε.
– Δὲν πονάνε τὰ λάθη. Πονάει ἡ ἀδυναμία σου νὰ τὰ ἀποδεχθεῖς.
– Μὰ...
– Μὰ ἔχεις κάνει και σωστὰ ε; Κὶ αὐτὰ δὲν πονοῦσαν;
– Ὅχι. Ὅχι βέβαια.
– Φυσικὰ, ὅταν γίνεται αὐτὸ ποὺ θέλεις, δὲν πονάει. Λέγεται συνοχή.
– Πῶς;
– Συνοχή. Δὲν εἶναι μόνο ἡ χαρὰ τῆς ἐπιτυχίας. Ἀλλὰ ἡ χαρὰ πὼς κάνεις αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ νοιώθεις καὶ σκέφτεσαι. Ἄλλωστε ὅλες τὶς ἐπιλογές σου, ὅταν τὶς ἔκανες, θὰ πίστευες ὅτι εἶναι σωστὲς.
– Σωστά.
– Κι ὅμως τὸ σωστό, δὲν εἶναι ἀξία σταθερὴ στὴν πορεία τοῦ χρόνου.
– Οὔτε τὸ λάθος ε;
– Οὔτε. Αὐτὸ μὲ πόνεσε τώρα.
– Συγνώμη..
– Πόσο χαζός! Γελοῖο ὑποκείμενο, ἀναρωτήσου τὸ γιατί.
– Δὲν καταλαβαίνω...
– Καλύτερα. Ὅσο δὲν καταλαβαίνεις, ἴσως μάθεις περισσότερα· ἂν φυσικὰ ποτὲ τὸ ἀποφασίσεις νὰ ἀναρωτηθεῖς γιαυτά. Καὶ καλύτερα γιὰ μένα· μπορεῖ νὰ μὴν εἶμαι ζωντανή, μὰ ὅσο μοῦ δίνεις λόγο...
– Τί κάνω;
– Σκάσε! Μιλάω! Μοῦ δίνεις λόγο, καὶ ἄρα ὑπάρχω. Καὶ ό,τι ὑπάρχει, χαίρεται τὴν ὑπαρξή του. Καὶ θέλει νὰ τὴν ἐπιμηκύνει. Δυστυχῶς γιὰ σὲνα, στὴν περιπτωσή μου.
– Εὐτυχῶς νὰ λές.
– Ξέρεις, μπορεῖς νὰ μὲ σκοτώσεις ἂν θέλεις. Μὰ ἐγὼ θὰ ξαναγεννηθῶ. Καὶ θὰ εἶμαι ἐδὼ γιὰ νὰ ἐπαναλαμβάνουμε αὐτὸ τὸ διάλογο, μέχρι νὰ πεθάνεις.
– Τὸν ἔχουμε ξανακάνει αὐτὸ τὸ διάλογο; – Όμως γιὰ τὴν ὥρα, σὲ παρακαλῶ. Δὲ θὰ ἤθελα νὰ σε σκοτώσω, φυσικά· γιατὶ σὲ χρειάζομαι.
– Τίποτα δὲν ἔμαθες ἀπὸ τὴν τελευταία φορὰ ποὺ ἤμουν ἐδώ. Πᾶνε δεκαοκτὼ ὁλόκληρα χρόνια. Καί ὅταν γιόρτασα τὰ τρία μου γενέθλια μαζί σου, μὲ σκότωσες. Πόσο τὸ χάρηκα. Καὶ ὅπως πέθαινα, στὸ ὑποσχόμουν. Ὅτι ἐμεῖς οἱ δυό, θὰ τὰ ξαναποῦμε. Καὶ νὰ λοιπόν ποὺ μὲ ἀνέστησες. Καὶ τώρα θὲς καὶ νὰ σὲ τιμωρήσω γιαυτό σου τὸ φόνο, ἀποδίδοντάς μου τὸν λόγο τῆς ὑπαρξῆς σου. Μὰ εἶσαι τραγικός.
– Δὲ θυμᾶμαι τίποτα ἀπὸ ὅσα μοῦ λές.
– Φυσικά. Ὅταν θὰ θυμᾶσαι τὸ διαλογό μας, δὲ θά ξαναζωντανέψω.
– Μήν πεθάνεις.
– Γιατί;
– Γιατί θὰ μείνω μόνος μου
– Μά εἶσαι μόνος σου.
– Ἀφοῦ εἶσαι ἐσὺ ἐδῶ.
– Σὲ κάνω χαροῦμενο;
– Ναὶ, ἂν μοῦ δόσεις ὅτι σοῦ ζητῶ.
– Σὲ κάνω χαρούμενο;
– Ὄχι.
– Σοῦ ἔχω δόσει ὅτι μοῦ ζητᾶς;
– Ὄχι. Μὰ θα μοῦ τὸ δόσεις, ἔτσι δὲν εἶναι; Καὶ θὰ χαρῶ.
– Ἄρα δὲ σὲ κάνω χαροῦμενο. Καὶ ἄρα εἶσαι μόνος σου. Κι ὅμως· σοῦ δίνω αὐτὸ ποὺ μοῦ ζητᾶς. Ἀλλὰ ἐσὺ πάλι δὲν τὸ βλέπεις. Καὶ δὲν ὑπαρχει περίπτωση νὰ κάνω πράγματα ποὺ πρέπει ἐσὺ νὰ κανεις. Ἀφενὸς γιατὶ δὲν ὑπάρχω παρὰ μόνο στὴ δικὴ σου πραγματικότητα, ἀφετέρου, γιατὶ δὲν εἶναι δική μου δουλειά.
– Θὰ μὲ τρελλάνεις. Σὲ παρακαλῶ, σταμάτα!
– Παρακάλα με κι ἄλλο!
– Σιωπῶ.
– Αὐτὸ εἶναι λοιπόν. Αὐτὸ ξέρεις. Σιωπᾶς γιατί;
– Σιωπῶ.
– Σιωπᾶς γιατί φοβᾶσαι ἀκόμα καὶ ποὺ τὸ σκέφτεσαι.
– Σιωπῶ! Δὲ τὸ ἀκοῦς ποὺ τὸ φωνάζω;
– Δὲν ἀκούω τὰ λόγια σου. Ἀκούω τὶς σκέψεις σου.
– Φύγε ἀπ' τὸ μυαλό μου!
– Κὶ ἐσὺ ἀκοῦς τὶς σκέψεις σου. Καί τρομάζεις μ' αὐτὰ ποὺ ἀκοῦς.
– Φύγε!
– Καὶ τρομάζεις, γιατί ξέρεις ὅτι πρέπει ἐσὺ νὰ τὰ κάνεις πράξη. Μὰ εἶναι πράξη ἀντίθετη μὲ ὅτι πίστευες μέχρι τώρα, ε; Γελοῖο ὑποκείμενο, τίποτα δὲν ἔμαθες τόσα χρόνια. Τὸ ἀντίθετο εἶναι μέσα στὴ ζωή. Καὶ εἶναι πάντα ἔξοχη εὐκαιρία νὰ μάθεις νὰ ἀποδέχεσαι πράγματα ποὺ δὲν ἐξαρτῶνται ἀπὸ 'σένα. Ἢ νὰ συντονίζεις πράγματα ποὺ ἐξαρτῶνται ἀπὸ ἐσένα.
– Δὲ σ' ἀκούω!
– Καὶ πῶς ἀρνεῖσαι ὅτι μὲ ἀκοῦς, ἐνῶ συζητᾶς μαζί μου. Παραδέξου το. Ὑπεκφεύγεις!
– Ὑπεκφεύγω...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου