Σήμερα σηκώθηκα σχεδὸν πρὶν χαράξει ὁ ἥλιος τὴ μέρα. Ἔχοντας μιὰν αἰτία στὸ κεφάλι μου, δυστυχῶς καμμιὰν ἀφορμή, κοιμήθηκα ἐλάχιστες ὥρες. Καὶ ἤπια ἕναν καφέ, ποὺ μετὰ ἀπὸ καιρὸ ἦταν πάλι γλυκός, καὶ εἶχε καὶ γάλα μέσα. Καὶ διάβασα μιὰ ἐφημερίδα, τοῦ κόσμου τ' ἀσήμαντα δηλαδή, μόνο καὶ μόνο ὅμως νὰ περάσει λίγο ἡ ὥρα. Νὰ φωτίσει, νὰ μὴν ἔχω ἀνάγκη αὐτὴ τὴ λάμπα τοῦ φθορισμοῦ πάνω ἀπὸ τὰ δαχτυλά μου. Σήμερα πάλι σὲ σκεφτόμουν, πάλι. Καὶ ὅσο σὲ σκεφτόμουν, σὰ νὰ φτερουγίσανε δέκα χρόνια ἀπὸ τὸ μυαλό μου, κι ἔγινα ἔφηβος, καὶ πιὸ μικρόσωμος, κι ἀδύνατος. Κι ὅπως ὅλα τὰ παιδιὰ, εἶχα, ἀπὸ κεῖνη τὴν ὥρα μιὰν ἀνάγκη γιὰ μιὰ μεγάλη ἀγκαλιά νὰ χαθῶ γιὰ ὅλη τὴ μέρα. Καὶ δὲν ἤθελα τίποτα ἄλλο, οὔτε νὰ φάω, οὔτε νὰ κουνηθῶ, παρὰ νὰ μείνω ἀκίνητος μαζί σου.
Κοίταξα γιὰ λίγο ἔξω ἀπὸ τὸ παράθυρο. Θολὸς καιρός, ἀέρας δυνατός, νοτιὰς τρελλός· σκέφτηκα νὰ ἔπαιρνα τὸ ποδήλατό μου, ποὺ τόσο ἀγαπῶ –καὶ ἴσως κι ἐσὺ νὰ τὸ ἀγαπᾶς λίγο, νὰ πᾶμε μιὰ βόλτα, μπορεῖ καὶ μέχρι τὸ κέντρο τῆς Ἀθήνας, σ' αὐτοὺς τοὺς δρόμους ποὺ κόβουν διαγώνια. Καὶ λίγο ἀνηφορικά. Μὰ ἡ θέα μοῦ ἄφηνε τὴν αἴσθηση πὼς εἶναι ἐπικύνδυνο νὰ βγαίνει ἕνα ἀγόρι στὸ δρόμο μὲ τέτοιο καιρό, καὶ χωρὶς ἀσφαλῆ προορισμό. Κι εἶχα κι ἐκείνη τὴ ζαλάδα ἄλλωστε· ποῦ νὰ τρέχεις;
Ἔτσι ἔμεινα σπίτι ποὺ λές. Κι ἔκανα ἕναν ἀκόμα καφέ. Πιὸ γλυκὸ καὶ μὲ πιὸ πολὺ γάλα, μήπως καὶ πάρω λίγο ἀπὸ τὸ γλυκὸ ποὺ τόσο ἐπιθυμοῦσα ἐκείνες τὶς στιγμὲς. Καὶ ἡ μέρα συνεχίστηκε μὲ τὸν ἁγιασμὸ τῶν ὑδάτων μου: ἔριξα κι ἐγὼ ἕναν σταυρό, μὰ δὲ βούτηξε κάποιος νὰ μοὺ τὸν φέρει πίσω νὰ τοῦ φιλήσω τὸ χέρι. Ἤτανε περίεργα τὰ νερά. Κι ἀπὸ τὴν ἄλλη, κανεὶς δὲν ἤθελε νὰ σηκώσει τόση μοναξιὰ στὰ χέρια, σὰ νὰ φόβιζε ἡ φωτισή της. Κι ἔτσι, ἀφοῦ κανεὶς δὲ βρέθηκε, ἄφησα τὸ σταυρὸ ἐκεῖ, πότε νὰ ἐπιπλέει καὶ πότε να βουλιάζει στοὺς οὐρανοὺς τῶν βυθῶν. Καὶ συνέχισα.
Καὶ μετὰ ἄκουσα μουσική. Δηλαδὴ πάλι ἐσένα. Καὶ πᾶμε πάλι ἀπ' τὴν ἀρχή...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου