Και εμπιστευτήκαμε τη στοργή από τα χέρια των ανθρώπων. Χέρια που
είχαν στις παλάμες τους ξυράφια σαν μας χαϊδεύαν. Και σιγά σιγά
γίναμε διαλυμένες σάρκες, άρρωστες μειοψηφίες, παραδείγματα προς αποφυγή.
Έχω λίγο χρόνο, όσο διαρκεί η επίδραση του αλκοόλ, για να γράψω,
να βγάλω από μέσα μου λίγο από τη σαπίλα που με τόση στοργή καλλιεργώ
όλα αυτά τα χρόνια. Έχω λίγο χρόνο, αν και δεν έχω περιορισμούς, αλλά
έχω λίγο χρόνο, και αγχώνομαι που θα περάσει. Είτε είναι ζωή είτε είναι
μέθη. Και ξαφνικά κενό. Έχω κενό, και αρρώστια και ασχήμια. Και ομορφιά.
Όχι αρκετή όμως. Έχω τόση αρρώστια που δε φτάνει ούτε η ομορφιά, ούτε
η ευφυΐα μου να την καλύψει. Και είμαι λίγος και ανεπαρκής. Ανεπαρκής
ακόμα και για τον εαυτό μου, και συνεπώς και για τους άλλους γύρω μου.
Γιατί να με διαλέξουν; Και ποιούς να διαλέξω; Υπόκειμαι κι εγώ, στον
νόμο του ισχυρού, παρά τα ανθρωπιστικά ιδεώδη που ισχυρίζονται πολλοί
γύρω μου. Φευ. Και δεν έχω τίποτα το ισχυρό, άρα είμαι στην πλευρά
την άλλη, του αδύναμου. Και έχω θάνατο. Κι εσείς
έχετε θάνατο, αλλά έχετε και πίστη και δεν τον βλέπετε που ανασαίνει
πάνω σας κάθε βράδυ και το πρωι που ξυπνάτε και σαν κάθε που φιλάτε.
Δε φιλάτε εραστές. Φιλάτε τον θάνατο και τον φόβο σας στο πρόσωπο
του κάθε εραστή.
Εγώ πίστη δεν έχω.
Είμαι σε μία περίεργη πραγματικότητα, στο μέσο διάστημα μεταξύ
παραδείσου και κόλασης --αν κάτι από αυτά τα δύο μεσαιωνικά εφευρήματα
υπάρχει-- περιμένοντας μιαν οριστική απόφαση. Που άγνωστο πότε θα
βγει. Είμαι στο διάμεσο. Κάπου άρχισα να πηγαίνω και κάπου χάθηκα.
Και εσείς χαθήκατε, μα δεν το ξέρετε. Και δε φτάνει που το ξέρω εγώ για εσάς.
Και αγχώνομαι για τον χρόνο ημιζωής. Του αλκοόλ και άλλων ουσιών, ψυχοτρόπων
και μη. Και αγχώνομαι για τον χρόνο ημιζωής, τον δικό μου. Που νομίζω τον
ανακάλυψα, και αν τον ανακάλυψα έχω άλλο τόσο, αλλά με μισή ζωή,
για όσους καταλαβαίνετε τον εκθετικό νόμο.
Αν χάθηκα, τι έγινε. Αν χαθεί ένας κόκκος άμμου σε μια παραλία, δε θα
διαταραχθεί η γαλήνη της παραλίας. Τα κύματα θα συνεχίσουν να σκάνε με τον ίδιο
τρόπο. Είμαι στον εγωιστικό μου μικρόκοσμο η σημαντικότερη ύπαρξη και αυτό
γιατί ένιωσα τον πόνο. Και έτσι αναγκάστηκα να είμαι σημαντικός για να μην
πονάω, που υποτίθεται ότι έχω σκοπό να περάσω στην αιωνιότητα. Φευ.
Κανείς δεν τα κατάφερε άμεσα και όλοι προσέφυγαν στην αναπαραγωγή. Και όλοι
πεθάναμε. Τραγικό παραμύθι. Και στα μάτια μας, οι απόγονοι μας, είναι ο επόμενος κρίκος στην αλυσίδα
του θανάτου. Και αυτό το λέμε αιωνιότητα; Ποιούς πάμε να ξεγελάσουμε;
Μα κι εγώ γιαυτή την αιωνιότητα είμαι αποτυχημένος. Όχι συνειδητά. Γιατί
συνειδητά την απαξίωσα. Μα ασυνείδητα, ψάχνω τον έρωτα, για να νικήσω προσωρινά
τον θάνατο. Που θα με νικήσει ούτως η άλλως. Που με έχει νικήσει ούτως ή άλλως.
Και οι άνθρωποι θα με νικήσουν ούτως ή άλλως.
Γιατί θα είμαι για αυτούς το παράδειγμα προς αποφυγήν, επειδή θα είμαι το δικό μου
παράδειγμα προς αποφυγήν. Και θα μισώ τον εαυτό μου, και θα θέλω να τραβάω τις σάρκες μου
και να τις καθαρίσω από τη μαυρίλα και τη σήψη και την ανεπάρκεια. Και την ψυχή μου θα θέλω
να τραβάω και δε θα καθαρίζει. Και θα είμαι μολυσμένος, όπως όλοι σας. Και δε θα με θέλετε
γιαυτό. Και θα με πονάτε, και θα με παίρνετε για ανισόρροπο. Γιατί δεν θα με καταλάβετε.
Και ίσως κι εγώ να μη σας καταλάβω.
Και θέλω να βάλω ένα ακόμα ποτήρι γιατί έχω κι άλλη μαυρίλα μέσα μου να βγάλω
πριν πάω να κοιμηθώ. Και όσο και να βγάλω δε θα καθαρίζει. Και είναι η μαυρίλα σα λεπίδες
που όσο τις σκαλίζω ματώνω και πονάω. Και δεν τελειώνει η μαυρίλα, ούτε οι λεπίδες, ούτε ο πόνος.
Κι έτσι θα περάσω την υπόλοιπη ζωή μου. Σκάβοντας σε ένα έδαφος φτιαγμένο από λεπίδες.
Που λεπίδες είναι ο θάνατος, και εσείς μαζί του. Και η βία της άρνησής σας, και της δικής μου.
Αυτό είμαστε· αυτό το θλιβερό γένος οι άνθρωποι. Και οι πεσόντες και οι περιπεσόντες άνθρωποι.
Και τα μάτια μου βλέπουν άλω γύρω από τα χρώματα τώρα και έχουν μουδιάσει, και τα χέρια μου έχουν μουδιάσει,
όπως και ο πόνος έχει μουδιάσει. Και τώρα στα τριαντατόσα καταλαβαίνω τους εθισμένους σε ουσίες, εγώ που
δεν εθίζομαι πουθενά, παρά μόνο στο πένθος, μα αυτό δεν κάνει κακό στο συκώτι. Και η νύχτα είναι πέντε το
πρωί και σε λίγο ξημερώνει γιατί έρχεται υποτίθεται η άνοιξη, που εγώ δε θα δω το φως φέτος, και ούτε στα επόμενα
χρόνια θα δω. Και πρέπει να σηκωθώ πρωι να φροντίσω το θάνατό μου και το παραλήρημά μου
που θα τρέχω στο κρύο να ζητάω έλεος για αμαρτίες δικές μου και άλλων και λίγο οίκτο.
Γιατί όλα αυτά; Για μερικά δευτερόλεπτα ηδονής και ευτυχίας επίπλαστης. Μια αγκαλιάς εικονικής που
αποπνέει άρωμα θανάτου, όπως όλες οι αγκαλιές των ανθρώπων που επέλεγα να πεθαίνω μέσα τους.
Και κοροϊδεύω τον εαυτό μου, πίνοντας και μεθώντας, γιατί είναι παροδικό και ότι πόνο
ανέβαλλα, θα τον βιώσω μετά τη μέθη. Και δε μου έμεινε τίποτα να εκφραστώ, ούτε θεοί, ούτε
άνθρωποι, παρά μόνο μια πραγματικότητα ηλεκτρονική, ανασφαλής. Με λευκό φόντο και λευκά
κελιά που ακούγονται κραυγές απόγνωσης των αυτοπαγιδευμένων ψυχών που χάθηκαν αναζητώντας
αφελώς την ευτυχία. Αναζητώντας αφελώς την αιωνιότητα.
Μα μην υπεκφεύγω, είμαι άρρωστος. Και όταν πάω στον καθρέφτη θα είναι άρρωστος και ο καθρέφτης
που δε φταίει σε τίποτα να με κοιτάει. Και πέφτει δύσπεπτη η πραγματικότητα και το αλκόολ και θέλω
να βγάλω από μέσα μου τα σωθικά μου και τον πόνο μου και δεν έχει τέλος η κάθαρση και η ναυτία.
Και βλέπω τα χέρια μου και τα δαχτυλά μου, και μου μοιάζουν κανονικά, μα μέσα τους ζει ο θάνατος,
και γράφουν για αυτόν. Και όποιος τα φιλήσει, συνειδητά ή όχι, θα φιλήσει τον θάνατο. Και η δική μου
υποχρέωση; Πρέπει να προστατέψω από τον θάνατο που προκαλώ; Εμένα ποιός με προστάτεψε;
Κι αν είμαι ηθικά εντάξει, τι είναι το ηθικά και τι το εντάξει; Θέλω να φύγω. Και θέλω να ξεράσω
γιατί στο στομάχι μου υπάρχει η θλίψη. Και θέλω να πετάξω και μετά η βαρύτητα να με λυτρώσει
και να χάσω το νόημά μου, και τη χαρά και τον πόνο. Κυρίως τον πόνο. Μα δεν έχω θάρρος.
Αλλά θα το βρω και θα σας την κάνω, και θά 'στε ευτυχισμένοι. Άλλο δε μπορώ να γράψω,
θα μείνω να απολαύσω τα τελευταία λεπτά ασυνειδησίας και μετά θα χαθώ στο κρεβάτι μου,
που ήταν ρομαντικά διπλό. Φευ.