Ἔβρεχε ὅλη μέρα. Καὶ βρέθηκα σὲ μιὰ πλατεία κάπου, ποὺ εἶχε μεγάλες τετράγωνες πλάκες ἀπὸ τσιμέντο. Φωτισμένη. Κι ἄδεια. Κι ὁ ἀέρας ὑγρὸς καὶ καθαρός, ἀκίνητος. Κι ὅτι ἐκπνέεις ἀχνίζει. Πρέπει νὰ ἦταν προχωρημένη ἡ νύχτα. Ἕνας ζητιάνος καθόταν στὴν ἄκρη, κι ἕνας περαστικὸς γύρευε βοήθεια.
― Κάνε με φίλο σου
― Δὲν ἔχω φίλους. Ζῶ μόνος.
― Κάνε με φίλο σου
ΑπάντησηΔιαγραφή― Δὲν ἔχω φίλους. Ζῶ μόνος.
Κι εμένα τι με έχεις;
Α ρε Τασούλη...
ΑπάντησηΔιαγραφή